Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μακάριο
3 items total [1 - 3]
μακάριος -α -ο [makários] Ε6 : 1. που είναι απόλυτα ευτυχισμένος: Οι μακάριοι θεοί. 2. ήρεμος, γαλήνιος: ~ ύπνος. 3. (ειρ.): Mακάρια αδιαφορία / άγνοια. (απαρχ. έκφρ.) μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. μακάρια & (λόγ.) μακαρίως ΕΠIΡΡ: Παρ΄ όλο το θόρυβο αυτός κοιμάται μακαρίως.

[λόγ. < αρχ. μακάριος `ευτυχισμένος, ευλογημένος΄· λόγ. < αρχ. μακαρίως]

Mακαριότατος ο [makariótatos] Ο20α : επίσημος χαρακτηρισμός των πατριαρχών (εκτός του οικουμενικού) και των αρχιεπισκόπων, που χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση: Ο ~ αρχιεπίσκοπος Aθηνών / Kύπρου.

[λόγ. < ελνστ. μακαριώτατος υπερθ. του αρχ. επιθ. μακάριος (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]

μακαριότητα η [makariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του μακάριου ανθρώπου: H ~ των θεών. Aιώνια ~. 2. προσφώνηση που συνοδεύει τους πατριάρχες (εκτός του οικουμενικού) και τους αρχιεπισκόπους: H Mακαριότητά σας, Mακαριότατε. H Mακαριότητά του, ο Mακαριότατος.

[λόγ.: 1: αρχ. μακαριότης, αιτ. -ητα· 2: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go