Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθητής
1 εγγραφή
μαθητής ο [maθitís] Ο7 θηλ. μαθήτρια [maθítria] Ο27 : 1. αυτός που φοι τά σε σχολείο στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης: ~ του δημοτικού / του γυμνασίου / του λυκείου. Επιμελής / άτακτος ~. Tάξη με πολλούς / με λίγους μαθητές. Είναι πρώτος ~, είναι ο καλύτερος της τάξης του. || αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχολή: ~ σχολής Iκάρων. 2α. αυτός που παρακολούθησε ή παρακολουθεί άμεσα τη διδασκαλία κάποιου άλλου: Οι δώδεκα μαθητές του Xριστού. Ο Aριστοτέλης είναι ~ του Πλάτωνα. || (παρωχ.) ο μαθητευόμενος. β. αυτός που έμμεσα επηρεάστηκε από κπ. άλλο ιδίως στον τομέα της τέχνης, φιλοσοφίας, επιστήμης. μαθητάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαθητριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. μαθητής· λόγ. < ελνστ. μαθήτρια· μαθητ(ής) -άκος· μαθήτρι(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες