Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγνήσιο
1 εγγραφή
μαγνήσιο το [maγnísio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι αργυρόλευκο και στιλπνό και, όταν καίγεται, παράγει δυνατή φλόγα: Ενώσεις / οξείδιο του μαγνησίου, μαγνησία.

[λόγ. < νλατ. magnes(ium) -ιον < μσνλατ. magnesium < αρχ. μαγνησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες