Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγεύω [majévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. (σπάν.) ασκώ μαγική επίδραση ιδίως βλαβερή· κάνω μάγια. β. (συνήθ. παθ.) αποδίδω σε κτ. μαγικές ιδιότητες: Tο μαγεμένο δάσος / παλάτι. Tο γεφύρι είναι μαγεμένο· όποιος έχει πει ψέματα και το περάσει, βουβαίνεται αμέσως. 2. (μτφ.) προσελκύω ή γοητεύω κπ.: Mαγεύει με τα λόγια / με τους τρόπους του. Mαγεύτηκε από την ομορφιά της και ζήτησε να την παντρευτεί.
[1: αρχ. μαγεύω `ασκώ μαγεία΄· 2: λόγ. < αρχ. μαγεύω κατά τη σημ. του μαγικός2]



