Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μίτωση η [mítosi] Ο33 : (βιολ.) διαίρεση του κυττάρου που χαρακτηρίζεται από διπλασιασμό όλων των στοιχείων του και ίση κατανομή τους στα δύο νέα κύτταρα.
[λόγ. < νλατ. mitosis < mit- < αρχ. μίτ(ος) -osis = -ωσις]



