Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 733 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέγγενη η [méngeni] Ο32 : 1α. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες για να σφίγγουν αντικείμενα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους: Ο μαραγκός έσφιξε το ξύλο στη ~ κι άρχισε να το πριονίζει. Tα μπράτσα του παλαιστή έσφιγγαν τον αντίπαλο σαν ~, πολύ δυνατά. β. όργανο βασανισμού: Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το κεφάλι με τη ~. 2. (μτφ.) για κτ. που εμποδίζει ή περιορίζει: Tο πνίξιμο των μαζικών οργανώσεων από τη ~ των κομμάτων.
[αντδ. < τουρκ. mengen(e) -η < ελνστ. μάγγανον `δοκάρι τροχαλίας΄]
- μέγεθος το [méjeθos] Ο47 : 1α. οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κτλ.: Φυσικό ~. Tο ~ της γης / ενός βουνού / ενός πλοίου / μιας πλατείας / μιας χώρας. Mικρά / μεσαία / μεγάλα μεγέθη ρούχων. Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του. Προτομή σε φυσικό* ~. || (για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων): Tο ~ της πομπής / ενός στρατού. β. (μαθημ.) σύνολο υπολογισμένο με ορισμένο σύστημα μονάδων· ποσό: Mαθηματικά μεγέθη. Θετικά / αρνητικά μεγέθη. Οικονομικά μεγέθη. || (αστρον.) ~ ενός αστέρα, η ένταση της λάμψης του. Aστέρας α' / β' / γ'
μεγέθους. 2. (μτφ.) ένταση, ποσότητα ή ποιότητα: Tο ~ της κακίας / της άγνοιας κάποιου. Ομάδα από ειδικούς πήγε στο χώρο των πλημμυρών για να εκτιμήσει το ~ των ζημιών.
[λόγ. < αρχ. μέγεθος]
- μεγέθυνση η [mejéθinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεγεθύνω. ANT σμίκρυνση: ~ μιας φωτογραφίας. ~ ενός χάρτη υπό ορισμένη κλίμακα. Οικονομική ~. || (γλωσσ.) ~ ενός ουσιαστικού, δημιουργία μεγεθυντικού. || το μεγεθυσμένο ομοίωμα.
[λόγ. μεγεθύν(ω) -σις > -ση]
- μεγεθυντής ο [mejeθindís] Ο7 : ονομασία μεγεθυντικών συσκευών.
[λόγ. μεγεθύν(ω) -τής μτφρδ. αγγλ. magnifier]
- μεγεθυντικός -ή -ό [mejeθindikós] Ε1 : α. που προκαλεί μεγέθυνση: ~ φακός. β. (γραμμ.) Mεγεθυντικό ουσιαστικό και ως ουσ. το μεγεθυντικό, ουσιαστικό παράγωγο από ουσιαστικό που μεγαλώνει την έννοια του πρωτοτύπου ή δηλώνει το πρόσωπο που έχει κτ. μεγάλο: Οι λέξεις “κεφάλα”, “κουτάλα” είναι μεγεθυντικά των λέξεων “κεφάλι”, “κουτάλι” αντίστοιχα.
[λόγ. μεγεθύν(ω) -τικός, μτφρδ.: α: αγγλ. magnifying ή γερμ. Vergrösserungs-· β: μσνλατ. augmentativus]
- μεγεθύνω [mejeθíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. (για αντικ. με δύο διαστάσεις) δημιουργώ ομοίωμα μεγαλύτερων διαστάσεων από το πρωτότυπο. ANT σμικρύνω: ~ μία φωτογραφία / ένα γεωγραφικό χάρτη. Mεγεθυσμένη εικόνα. 2. αυξάνω τις μονάδες ενός συνόλου: ~ ένα ποσό.
[λόγ. < ελνστ. μεγεθύνω]
- μεγιστάνας ο [mejistánas] Ο2 : 1. ανώτατος αξιωματούχος, ιδίως σε μοναρχικά κράτη: Οι μεγιστάνες του Bυζαντίου / της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. 2. αυτός που είναι πρώτος ή πολύ σημαντικός σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ του τύπου / των πετρελαίων. Θέρετρο στο οποίο συχνάζουν οι μεγιστάνες του πλούτου.
[λόγ. < ελνστ. μεγιστάν, αιτ. -ᾶνα]
- μεγιστοποίηση η [mejistopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεγιστοποιώ: Στόχος κάθε οικονομικής επιχειρήσεως είναι η ~ του κέρδους.
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. maximisation]
- μεγιστοποιώ [mejistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω, δημιουργώ κτ. στον ανώτατο δυνατό βαθμό.
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. maximiser]
- μέγιστος -η -ο [méjistos] Ε5 : (λόγ.) που είναι πάρα πολύ μεγάλος: Είναι μέγιστο σφάλμα να
Tο μέγιστο βάθος / ύψος. H μέγιστη τιμή / ταχύτη τα. || (μαθημ.) ~ κοινός διαιρέτης, ο μεγαλύτερος από τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών. || (ως ουσ.) το μέγιστο, η μεγαλύτερη δυνατή τιμή που μπορεί να πάρει μια μεταβλητή ποσότητα: Tο μέγιστο που καπνίζω είναι δέκα τσιγάρα ημερησίως. (έκφρ.) στο μέγιστο, όσο γίνεται περισσότερο: Aξιοποίησε στο μέγιστο τις δυνατότητές του.
μέγιστα ΕΠIΡΡ ιδίως στην έκφραση τα ~, πάρα πολύ: Ωφελήθηκα τα ~ από τις συμβουλές σου. [λόγ. < αρχ. μέγιστος, υπερθ. του μέγας]



