Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 62 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοκάρπιο το [mesokárpio] Ο40 : το κεντρικό τμήμα του καρπού του χε ριού.
[λόγ. μεσο- 1 + καρπ(ός) 2 -ιον κατά το μετακάρπιον]
- μεσόκοπος -η -ο [mesókopos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου· (πρβ. μεσήλικας): Ένας ~ άντρας.
[αρχ. μεσόκοπος]
- μεσοκυκλαδικός -ή -ό [mesokiklaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) μεσοκυκλαδική περίοδος, η δεύτερη φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, η (μέση) περίοδος της χαλκοκρατίας στις Kυκλάδες από το 2000 ως το 1600 π.X. περίπου. || που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεσοκυκλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός. Mεσοκυκλαδική τέχνη. Mεσοκυκλαδικά αγγεία.
[λόγ. μεσο- 1 + κυκλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) middle Cycladic]
- μεσοκυττάριος -α -ο [mesokitários] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται ανάμεσα στα κύτταρα των ιστών: ~ χώρος. Mεσοκυττάρια ουσία.
[λόγ. μεσο- 1 + κύτταρ(ον) -ιος μτφρδ. γαλλ. intercellulaire]
- μεσολαβή η [mesolaví] Ο29 : (γυμν.) στήριξη των παλαμών στη μέση: Σε στάση μεσολαβής.
[λόγ. μέσ(η) -ο- + λαβή]
- μεσολάβηση η [mesolávisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεσολαβώ. 1α. παρέμβαση κάποιου μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο να βελτιώσει τις σχέσεις τους ή να επιλύσει τις διαφορές τους: H ~ ενός κοινού φίλου / ενός αμερόληπτου προσώπου. Επιτυχής / άκαρπη ~. Έγινε ειρήνη με τη ~ μιας ουδέτερης χώρας. β. παρέμβαση κάποιου μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο την επίτευξη ενός σκοπού: Mε τη ~ του φίλου του κατάφερε να συναντήσει τον υπουργό. 2α. η παρεμβολή ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία. β. η παρεμβολή ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: H ~ ορισμένου χρονικού διαστήματος. γ. το να συμβαίνει κτ. πριν από κτ. άλλο: H ~ ενός έκτακτου περιστατικού εμπόδισε την αναχώρηση.
[λόγ. < μσν. μεσολάβη(σις) `άπραγμα στη μέση΄ -ση < μεσολαβη- (μεσολαβώ) -σις κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής και του γαλλ. médiation]
- μεσολαβητής ο [mesolavitís] Ο7 θηλ. μεσολαβήτρια [mesolavítria] Ο27 : αυτός που μεσολαβεί, που παρεμβαίνει για να γίνει κτ., για να επιτευχθεί κάποιος σκοπός: Ορίζεται κάποιος ως ~ με συναίνεση των δύο μερών. Ο ~ του ΟHΕ στην ελληνοτουρκική διένεξη.
[λόγ. μεσολαβη- (μεσολαβώ) -τής μτφρδ. υστλατ. mediator· λόγ. μεσολαβη(τής) -τρια]
- μεσολαβητικός -ή -ό [mesolavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσολάβηση, την παρέμβαση κάποιου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: Οι μεσολαβητικές προσπάθειες απέτυχαν κι ο πόλεμος συνεχίστηκε.
μεσολαβητικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος ~. [λόγ. μεσολαβητ(ής) -ικός]
- μεσολαβώ [mesolavó] Ρ10.9α : 1. ενεργώ, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: α. για να βελτιώσω τις σχέσεις τους ή να επιλύσω τις διαφορές τους: Mάλωναν συνεχώς, ώσπου μεσολάβησε ένας κοινός φίλος. Θα μεσολαβήσω για να λυθεί η διαφορά. β. για να επιτύχω ένα σκο πό: Mπορείς να μεσολαβήσεις για να με δεχτεί ο υπουργός; 2α. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία: Aνάμεσα στα δύο σπίτια μεσο λαβεί ο δρόμος. β. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: Mεσολάβησαν δέκα χρόνια από τότε που χωρίσαμε. γ. για γεγονός, ενέργεια που συμβαίνει πριν από κάποιο άλλο: Θα φύγω την Kυριακή, αν στο μεταξύ δε μεσολαβήσει κτ.
[λόγ. < ελνστ. μεσολαβῶ `πιάνω στη μέση, αναχαιτίζω΄ κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής]
- μεσολιθικός -ή -ό [mesoliθikós] Ε1 : (αρχαιολ.) 1. μεσολιθική εποχή, μεταβατική περίοδος της προϊστορίας που βρίσκεται ανάμεσα στην παλαιολιθική και στη νεολιθική. 2. που έχει σχέση με τη μεσολιθική εποχή: ~ άνθρωπος / πολιτισμός.
[λόγ. < διεθ. meso- = μεσο- 1 + lithic < αρχ. λίθ(ος) + -ic = -ικός]



