Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 62 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσόγειος -α -ο [mesójios] Ε6 : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα· ηπειρωτικός. ANT παράλιος: Mεσόγεια πόλη / περιοχή. || (ως ουσ.) τα μεσόγεια, η ενδοχώρα.
[λόγ. < αρχ. μεσόγαιος με σφαλερή αλλ. κατά το αρχ. μεσόγεια ἡ `στεριά, ήπειρος΄]
- μεσογονάτιο το [mesoγonátio] Ο40 : το τμήμα του βλαστού των φυτών που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικά γόνατα.
[λόγ. < ελνστ. μεσογονάτιον `απόσταση ανάμεσα σε δύο γόνατα΄]
- μεσόδερμα το [mesóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το μεσαίο στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.
[λόγ. < διεθ. meso- = μεσο- + -derm < αρχ. δέρμα]
- μεσοδιάστημα το [mesoδiástima] Ο49 : διάστημα, χρονικό ή τοπικό, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο άλλα διαστήματα.
[λόγ. μεσο- 1 + διάστημα]
- μεσοδοντικός -ή -ό [mesoδondikós] Ε1 : (γλωσσ.) Mεσοδοντικά σύμφωνα και ως ουσ. τα μεσοδοντικά, οι φθόγγοι που αρθρώνονται με την άκρη της γλώσσας ανάμεσα στα δόντια: Mεσοδοντικά σύμφωνα είναι τα εξακολουθητικά [θ] και [δ].
[λόγ. μεσ(ο)- 1 + οδοντικός μτφρδ. γαλλ. interdentale]
- μεσοδόντιος -α -ο [mesoδóndios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο δόντια: Mεσοδόντιο διάστημα.
[λόγ. μεσ(ο)- 1 + οδοντ- (οδούς = δόντι) -ιος μτφρδ. γαλλ. interdentaire]
- μεσοελλαδικός -ή -ό [mesoelaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) μεσοελλαδική περίοδος, η (μέση) περίοδος της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα από το 2000 ως το 1550 π.X. περίπου. || που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεσοελλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός.
[λόγ. μεσο- 1 + ελλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) middle Helladic]
- μεσοζωικός -ή -ό [mesozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, η δεύτερη από τις τρεις γεωλογικές περιόδους. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.
[λόγ. < διεθ. mesozoic < meso- = μεσο- + -zoic < αρχ. ζω(ή) -ικός]
- μεσόθυρο το [mesóθiro] Ο41 : (αρχιτ.) τμήμα τοίχου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πόρτες ή παράθυρα.
[λόγ. μεσο- 1 + θύρ(α) -ον]
- μεσοκαλόκαιρο το [mesokalókero] Ο41 : (προφ.) η μέση, το μεσαίο τμή μα του καλοκαιριού.
[μεσο- 1 + καλοκαίρ(ι) -ο]



