Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέσου
5 εγγραφές [1 - 5]
μεσούρανα τα [mesúrana] Ο41 : (λογοτ.) το μεσαίο και κατά συνέπεια το ψηλότερο τμήμα του ουρανού: Πετάει ψηλά ως τα ~. Ο ήλιος βρίσκεται στα ~, μεσουρανεί. || (επέκτ.) για δήλωση μεγάλου ύψους: Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά ως τα ~.

[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) -α, πληθ. του -ο, κατά το μεσουρανώ]

μεσουράνημα το [mesuránima] Ο49 : το αποτέλεσμα του μεσουρανώ: Tο ~ του ήλιου / της δόξας / της καριέρας κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. μεσουράνημα]

μεσουράνηση η [mesuránisi] Ο33 : (αστρον.) το μεσουράνημα ενός ουράνιου σώματος: Άνω / κάτω ~ του ήλιου.

[λόγ. < ελνστ. μεσουράνη(σις) -ση]

μεσουρανίς [mesuranís] επίρρ. : (λογοτ.) στα μεσούρανα.

[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) επίρρ. -ίς]

μεσουρανώ [mesuranó] Ρ10.9α : 1. για ουράνιο σώμα που βρίσκεται στον ουράνιο μεσημβρινό του τόπου από τον οποίο το παρατηρούμε: Mεσουρανεί το φεγγάρι / ένα άστρο. Ο ήλιος μεσουρανούσε, και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. 2. (μτφ.) βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο από άποψη δράσης, ακμής, επιτυχίας κτλ., με συνέπεια τη μεγάλη φήμη ή δόξα: Kατά την εποχή που μεσουρανούσαν οι Mπιτλς. ΦΡ μεσουρανεί το άστρο* κάποιου.

[λόγ. < αρχ. μεσουρανῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες