Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέντα
2 εγγραφές [1 - 2]
μέντα η [ménda] Ο25α : 1. ποώδες αρωματικό φυτό. 2. ποτό, καραμέλα ή μαστίχα αρωματισμένα με άρωμα μέντας.

[ιταλ. menta (λατ. menta) παλιά μεσογειακή λ. (πρβ. αρχ. μίνθη)]

μενταγιόν το [mendajón] Ο (άκλ.) : κόσμημα που συνήθ. το κρεμούν στο λαιμό με αλυσίδα και αποτελείται: α. από μικρή μεταλλική πλάκα με ανάγλυφη ή χαραγμένη παράσταση: Xρυσό ~ σε σχήμα καρδιάς. β. από θή κη μέσα στην οποία φυλάγεται κτ.: Tης χάρισε ένα ~ με τη φωτογραφία του.

[λόγ. < γαλλ. medaillon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες