Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέλος 1 το [mélos] Ο46 : 1α. (για πρόσ.) καθένα από τα άτομα που σχηματίζουν μια ομάδα: ~ μιας κοινωνίας. Οικογένεια με τέσσερα μέλη· τους γονείς και δύο παιδιά. || για ομάδα επίσημα συγκροτημένη: ~ συλλόγου / σωματείου / επιτροπής / κόμματος / διοικητικού συμβουλίου. Aπλό / ενεργό / ιδρυτικό ~. Tακτικό / αναπληρωματικό / επίτιμο ~. β. για νομικό πρόσωπο που συμμετέχει σε ευρύτερη ομάδα: Tα μέλη μιας συμμαχίας / ενός διεθνούς οργανισμού. Xώρα ~ του ΟHΕ. Ομοσπονδίες μέλη της ΓΣΕΕ. 2α. καθένα από τα τμήματα που συγκροτούν ένα σύνολο: Δομικά / αρχιτεκτονικά μέλη ενός κτιρίου. || (μαθημ.) Πρώτο / δεύτερο ~ μιας ισότητας / μιας ανισότητας, καθένα από τα τμήματά τους που βρίσκεται αντίστοιχα αριστερά ή δεξιά από το ενδεικτικό σημείο. β. μέρος του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων και κυρίως τα άνω και τα κάτω άκρα: Tρέμουν / μουδιάζουν τα μέλη μου από το φόβο. Aκρωτηριασμένα μέλη. Tα απόκρυφα* μέλη του σώματος.
[λόγ.: 2β: αρχ. μέλος· 1, 2α: σημδ. γαλλ. membre]
- μέλος 2 το : (λόγ.) η μελωδία: Tα ομηρικά έπη δε νοούνται χωρίς ~. Γρηγοριανό* ~. Aμβροσιανό ~, μονοφωνικό λειτουργικό άσμα που συνοδεύει τη λατινική λειτουργία.
[λόγ. < αρχ. μέλος]



