Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλι
34 εγγραφές [11 - 20]
μελισσο- [meliso] & μελισσό- [melisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μελισσ- [melis], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στη μέλισσα ή έχει σχέση με αυτήν· ειδικότερα: α. με αναφορά στην εκτροφή της μέλισσας: ~κόμος, ~τρόφος· ~κομείο, ~τροφείο· μελισσουργός. β. (λαϊκότρ.) ~λόι, ~σμάρι, πλήθος από μέλισσες· ~τόπι, σημείο, τόπος γεμάτος μέλισσες. 2. στην κοινή ονομασία φυτών ή ζώων: ~βότανο, μελισσόχορτο· ~φάγος, μελισσόψειρα.

[1β, 2: ελνστ. μελισσ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. μέλισσ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. μελισσο-κόμος· 1α: λόγ. < ελνστ. μελισσ(ο)-]

μελισσοβότανο το [melisovótano] Ο41 : ποώδες αρωματικό φυτό· μελισσόχορτο.

[ελνστ. μελισσοβότανον (επειδή αρέσει στις μέλισσες)]

μελισσοκομείο το [melisokomío] Ο39 : τόπος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή μελισσών σε κυψέλες· μελισσοτροφείο.

[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -είον]

μελισσοκομία η [melisokomía] Ο25 : η συστηματική απασχόληση με τη διατροφή και την εκμετάλλευση μελισσών· μελισσοτροφία: Προϊόντα της μελισσοκομίας είναι το μέλι και το κερί.

[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -ία]

μελισσοκομικός -ή -ό [melisokomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μελισσοκομία ή με το μελισσοκόμο· μελισσοτροφικός: Mελισσοκομικά προϊόντα. ~ συνεταιρισμός. || (ως ουσ.) η μελισσοκομική, η μελισσοκομία.

[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -ικός]

μελισσοκόμος ο [melisokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία· μελισσοτρόφος.

[λόγ. < ελνστ. μελισσοκόμος]

μελισσόπουλο το [melisópulo] Ο41 : μικρή μέλισσα. || σε παιδικό παιχνίδι: Περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα…

[μέλισσ(α) -όπουλο]

μελισσοτροφείο το [melisotrofío] Ο39 : τόπος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή μελισσών σε κυψέλες· μελισσοκομείο.

[λόγ. μελισσοτρόφ(ος) -είον]

μελισσοτροφία η [melisotrofía] Ο25 : η συστηματική απασχόληση με τη διατροφή και την εκμετάλλευση μελισσών· μελισσοκομία.

[λόγ. μελισσοτρόφ(ος) -ία]

μελισσοτροφικός -ή -ό [melisotrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μελισσοτροφία ή με το μελισσοτρόφο· μελισσοκομικός.

[λόγ. μελισσοτρόφ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες