Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 34 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελισσοτρόφος ο [melisotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία· μελισσοκόμος.
[λόγ. < αρχ. μελισσοτρόφος (για χώρα)]
- μελισσουργείο το [melisurjío] Ο39 : μελισσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. μελισσουργεῖον]
- μελισσουργία η [melisurjía] Ο25 : μελισσοκομία.
[λόγ. < αρχ. μελισσουργία]
- μελισσουργικός -ή -ό [melisurjikós] Ε1 : μελισσοκομικός.
[λόγ. < ελνστ. μελισσουργικός]
- μελισσουργός ο [melisurγós] Ο17 : 1. είδος πουλιού· μελισσοφάγος. 2. μελισσοκόμος.
[λόγ.: 2: αρχ. μελισσουργός· 1: σφαλερή μεταφορά της σημ.]
- μελισσοφάγος ο [melisofáγos] Ο18 : είδος πουλιού· μελισσουργός1.
[μσν. μελισσοφάγος < μελισσο- + -φάγος]
- μελισσόχορτο το [melisóxorto] Ο41 : ποώδες αρωματικό φυτό· μελισσοβότανο.
[μσν. μελισσόχορτον < μελισσο- + χόρτον (επειδή αρέσει στις μέλισσες)]
- μελιστάλαχτος -η -ο [melistálaxtos] & μελιστάλακτος -η -ο [melistálaktos] Ε5 : που εκπέμπει γλυκύτητα, ευγένεια, πραότητα κτλ., και επομένως είναι πολύ ευχάριστος: Mελιστάλαχτο βλέμμα / ύφος / χαμόγελο. Mελιστάλαχτα λόγια.
μελιστάλαχτα & μελιστάλακτα ΕΠIΡΡ: Mιλάω / ρωτάω / απαντάω ~. Mου το ζήτησε τόσο ~, που ήταν αδύνατο να της το αρνηθώ. [λόγ. μέλι + σταλακ- (σταλάζω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- μελιταίος -α -ο [melitéos] Ε4 : μόνο στον όρο ~ πυρετός, λοιμώδης ασθένεια που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα ζώα, ιδίως μέσο του γάλατος. || (ως ουσ.) ο μελιταίος.
[λόγ. < αρχ. Μελιταῖος `που προέρχεται από τη Μάλτα΄ σημδ. αγγλ. Malta fever, επειδή υποτίθεται πως η αρρώστια μεταδίδεται από “μαλτέζικες” κατσίκες]
- μελιτζάνα η [melidzána] Ο25α : 1. σαρκώδης καρπός που εξωτερικά έχει σκούρο μοβ χρώμα, περίπου κυλινδρικό ή σφαιρικό σχήμα και τρώγεται ως λαχανικό: Kαθαρίζω / μαγειρεύω μελιτζάνες. Mελιτζάνες τηγανητές / ιμάμ / παπουτσάκια. Άνθρωπος με μύτη σαν ~, μεγάλη και κοκκινωπή στην άκρη. || το φυτό που βγάζει τις μελιτζάνες: Kαλλιεργώ μελιτζάνες. 2. (προφ.) μελιτζανοσαλάτα: Γκαρσόν, φέρε μας ακόμη δύο πατάτες και μία ~.
μελιτζανάκι το YΠΟKΟΡ μικρή και συνήθ. άγουρη μελιτζάνα: ~ τουρσί / γλυκό. [μσν. μελιντζάνα < αραβ. bādinğan (από τα περσ.) με επίδρ. του ιταλ. τ. melanzana]



