Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 680 εγγραφές [601 - 610] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματιά η [matxá] Ο24 : το βλέμμα. 1α. στροφή των ματιών και κοίταγμα προς ορισμένο σημείο: Παρακολουθούσε με τη ~ του το πέταγμα του πουλιού. β. το κοίταγμα: Mια πρόχειρη / τελευταία ~. ΦΡ ρίχνω* μια ~. 2. η έκφραση των ματιών κάποιου: Θολή / παγερή / άγρια / βλοσυρή ~. ~ γεμάτη γλυκύτητα κι ανθρωπιά.
[μάτ(ι) -ιά]
- ματιάζω [matxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· βασκαίνω: Φτύσε το παιδί για να μην το ματιάσεις. Kάθε φορά που έχει πονοκέφαλο, νομίζει ότι είναι ματιασμένος. Mατιάζεται εύκολα. 2. (σπάν.) επισημαίνω.
[μσν. ματιάζω < μάτ(ι) -ιάζω]
- μάτιασμα το [mátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματιάζω.
[ματιασ- (ματιάζω) -μα]
- ματίζω [matízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) αυξάνω το μήκος ενός αντικειμένου προσθέτοντας ένα άλλο κομμάτι: ~ ένα σκοινί / μία αλυσίδα. || (επέκτ.): ~ μία ποσότητα / ένα ποσοστό.
[αρχ. ἁμματίζω `δένω΄ (ἅμμα `κόμπος, κορδόνι΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ματικάπι το [matikápi] & μαντικάπι το [mandikápi] Ο44 : είδος τρυπανιού.
[τουρκ. matkap -ι με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [m] ]
- μάτισμα το [mátizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματίζω.
[ματισ- (ματίζω) -μα]
- ματοβαμμένος -η -ο [matovaménos] Ε3 : (λογοτ.) αιματοβαμμένος.
[< αιματοβαμμένος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ματογυάλια τα [matojála] Ο44α : (παρωχ.) γυαλιά που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών.
[λόγ. ομματοϋάλια < ομματ- (όμμα) -ο- + ύαλ(ος) -ιον (πληθ. -ια) μτφρδ. αγγλ. eyeglasses, με προσαρμ. κατά τα μάτι, γυαλί]
- ματόκλαδο το [matóklaδo] Ο41 : η βλεφαρίδα, το ματοτσίνορο.
[μσν. ομματόκλαδον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oma > toma > to-ma] < *ομματοκλάδες < ομματ- (όμμα) -ο- + ελνστ. κυλάδες αἱ (< αρχ. κύλα τά) `τα μέρη κάτω από τα μάτια΄ παρετυμ. κλαδ(ί) -ο]



