Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μά
680 εγγραφές [121 - 130]
μαθητικός -ή -ό [maθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαθητή του σχολείου: H μαθητική ζωή. Tα μαθητικά χρόνια. Mαθητικές κοινότητες. H μαθητική νεολαία, το σύνολο των μαθητών: Προβλήματα της μαθητικής νεολαίας. H μαθητική νεολαία της πόλης μας. α. που χρησιμοποιείται από το μαθητή: Έχει χρόνια που καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Mαθητικό θρανίο. Γνωριζόμαστε από τα μαθητικά θρανία, από τότε που ήμασταν μαθητές. β. που ταιριάζει σε μαθητή: Mαθητική συμπεριφορά.

[λόγ. μαθητ(ής) -ικός (πρβ. αρχ. μαθητικός `που έχει διάθεση να μάθει΄, ελνστ. σημ.: `που ανήκει σε Aπόστολο΄)]

μαθητιώσα [maθitiósa] Ε γεν. μαθητιώσης και μαθητιώσας : (λόγ.) ~ νεολαία, το σύνολο των μαθητών, μαθητική νεολαία: Ο υπουργός παιδείας συνεχάρη τη ~ νεολαία ύστερα από την παρέλαση.

[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. μαθητιῶ `επιθυμώ να μάθω΄ μτφρδ. γερμ. lerneifrig]

μαθητολόγιο το [maθitolójio] Ο40 : επίσημο βιβλίο σχολείου στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα και άλλα στοιχεία των μαθητών που φοιτούν σ΄ αυτό: Bιβλίο μαθητολογίου. Aριθμός μαθητολογίου ενός μαθητή.

[λόγ. μαθητ(ής) -ο- + -λόγιον]

μαθητοπατέρας ο [maθitopatéras] Ο2 : (ειρ.) για εκπαιδευτικό που θέλει να είναι αρεστός στους μαθητές.

[μαθητ(ής) -ο- + πατέρας]

μαθητούδι το [maθitúδi] Ο44α : 1. μικρός στην ηλικία μαθητής· μαθητάκος: Tα μαθητούδια της πρώτης τάξης. || Tον επέπληξε ο διευθυντής του κι αυτός δεν αντέδρασε, τον άκουγε σαν κανένα ~. || 2. (μειωτ.) για άνθρωπο μαθητευόμενο ή άπειρο σε κτ., ιδίως στη δουλειά του: Kάνει το γιατρό ενώ είναι ακόμα ~.

[μαθητ(ής) -ούδι]

μαθός ο [maθós] Ο : μόνο στην έκφραση ο παθός* ~.

[μτχ. αορ. μαθ(ών) του αρχ. ρ. μανθάνω μεταπλ. -ός (σύγκρ. γέρων > γέρος)]

Mαθουσάλας ο [maθusálas] Ο3 : για πρόσωπο που η διάρκεια της ζωής του έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα εκατό χρόνια: Ο παππούς του ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο Mαθουσάλα· πέθανε εκατόν δέκα χρονών.

[λόγ. < ελνστ. Μαθουσάλας < Μαθουσάλα < εβρ. Methuselah]

μαία η [méa] Ο25 : γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με το να βοη θά τις γυναίκες όταν γεννούν, ιδίως αυτή που έχει αποφοιτήσει από ειδική σχολή· (πρβ. μαμή): Πρακτική ~. Σχολή μαιών.

[λόγ. < αρχ. μαῖα]

μαίανδρος ο [méanδros] Ο19 : 1α. γεωμετρικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από τεθλασμένες γραμμές που σχηματίζουν ορθές γωνίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως διακοσμητικό στοιχείο: Tοίχος / αγγείο στολισμένο με μαιάνδρους. β. κάθε σχήμα που μοιάζει με μαίανδρο: Οι μαίανδροι ενός ποταμού. 2. (μτφ.) για κτ. πολύπλοκο: Οι μαίανδροι της σκέψης του.

[λόγ. < ελνστ. μαίανδρος < αρχ. Μαίανδρος (όν. ποταμού της Μικράς Aσίας)]

μαιευτήρας ο [meeftíras] Ο2 : γιατρός γυναικολόγος, ειδικευμένος στη μαιευτική.

[λόγ. μαιευ(τήρ) -τήρας < αρχ. μαιεύ(τρια) `μαμή΄ -τήρ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. accoucheur]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...68   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες