Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μάστιγα
1 item total
μάστιγα η [mástiγa] Ο28 : 1. (λόγ.) το μαστίγιο. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ καταστρεπτικό, ιδίως βλαβερό για τους ανθρώπους: H ~ της ελονοσίας / της ζωοκλοπής. Tα ναρκωτικά είναι μία από τις μάστιγες της εποχής μας.

[λόγ. < αρχ. μάστιξ, αιτ. -ιγα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go