Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγουλο
1 εγγραφή
μάγουλο το [máγulo] Ο41 : 1α. το καθένα από τα δύο τμήματα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκονται ανάμεσα στο μάτι, το αυτί, το σαγόνι και τη μύτη: Φιλώ κάποιον στο ~. Mάγουλα βαθουλωμένα από την αδυναμία. Συμπλήρωσε το μακιγιάρισμά της με λίγο ρουζ στα μάγουλα. Xορεύουν ~ με ~. (έκφρ.) ρουφηγμένα μάγουλα, αδυνατισμένα. β. το αντίστοιχο τμήμα του προσώπου ορισμένων ζώων: Tα μάγουλα του αλόγου / του μοσχαριού. 2. (μτφ.) για το καθένα από τα δύο πλευρικά τμήματα διάφορων αντικειμένων που προεξέχουν και μοιάζουν με μάγουλα: Tα δύο μάγουλα της ρόδας των αυτοκινήτων / της πλώρης των πλοίων. ΦΡ κάνει κτ. ~, προεξέχει. μαγουλάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1.

[ελνστ. μάγουλον < λατ. magul(um) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες