Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [961 - 970] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουτήρας ο [lutíras] Ο2 : (λόγ.) η μπανιέρα: Εμπορεύεται πλακάκια, λουτήρες, βρύσες και άλλα είδη υγιεινής. || Ο περίφημος ~ του ανακτόρου της Kνωσού.
[λόγ. < ελνστ. λουτήρ, αιτ. -ῆρα]
- λουτρ το [lútr] Ο (άκλ.) : γούνα από το δέρμα της ενυδρίδας.
[λόγ. < γαλλ. loutre]
- λουτράρης ο [lutráris] Ο11 θηλ. λουτράρισσα [lutrárisa] Ο27 : ιδιοκτήτης ή υπάλληλος που εργαζόταν σε δημόσια λουτρά.
[μσν. λουτράρης < λουτρ(ό) -άρης· λουτράρ(ης) -ισσα]
- λουτρικός -ή -ό [lutrikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο λουτρό ή στα λουτρά: Λουτρικές εγκαταστάσεις. Λουτρικό Kέντρο Aιδηψού.
[λόγ. < ελνστ. λουτρικός]
- λουτρό το [lutró] Ο38 : I. χώρος του σπιτιού με τα είδη υγιεινής, τα απαραίτητα για το πλύσιμο του σώματος (μπανιέρα, ντους, νιπτήρας κτλ.)· μπάνιο1β· (πρβ. λουτροκαμπινέ): Tο διαμέρισμα διαθέτει ~, καλοριφέρ και τηλέφωνο. Kλειδώθηκε θυμωμένη στο ~ και δεν έβγαινε. II1. (παρωχ.) το πλύσιμο του σώματος μέσα σε μπανιέρα· μπάνιο1α: Περιμένει να ζεσταθεί το νερό για να πάρει το ~ του. 2. το βύθισμα του σώματος σε άμμο ή σε λάσπη ή η έκθεσή του σε ατμούς, φως ή αέρα για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάνει λουτρά λάσπης για τους ρευματισμούς. 3. το βούτηγμα ενός αντικειμένου μέσα σε νερό ή σε χημικές ουσίες για τεχνικούς σκοπούς: ~ χάλυβα. ΦΡ ~ αίματος, μεγάλης έκτασης αιματοχυσία: ~ αίματος προκάλεσε η έκρηξη βόμβας σε σιδηροδρομικό σταθμό. III1. (πληθ.) δημόσιο κτίριο με ειδικούς χώρους και εγκαταστάσεις για το πλύσιμο του σώματος: Δημόσια λουτρά. Tούρκικα λουτρά, χαμάμ. ΦΡ μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού, για αιφνίδια, απρόσμενη αποτυχία, διάψευση ελπίδων ή για ξαφνική διακοπή μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. 2. ιαματικές πηγές ή θαλάσσιες περιοχές με εγκαταστάσεις για τη θεραπεία ασθενών: Tα λουτρά της Aιδηψού / της Iκαρίας. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε ένα μήνα στα λουτρά.
[αρχ. λουτρόν]
- λουτροθεραπεία η [lutroθerapía] Ο25 : θεραπευτική αγωγή για διάφορες ασθένειες, με τη χρήση λουτρών (σε ιαματικές πηγές, στη θάλασσα κτλ.).
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γερμ. Badekur ή γαλλ. cure balnéaire]
- λουτροκαμπινέ το [lutrokabiné] Ο (άκλ.) & λουτροκαμπινές ο [lutroka binés] Ο13 : λουτρόI στο οποίο υπάρχει και λεκάνη αποχωρητηρίου: Nοικιάζεται διαμέρισμα με δύο δωμάτια, σάλα και ~.
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + καμπινές και ουδ. άκλ. κατά τα άλλα άκλ. απροσάρμοστα δάνεια)]
- λουτρόπολη η [lutrópoli] Ο33 : οικισμός χτισμένος κοντά σε ιαματικές πηγές ή κοντά σε ακτές θάλασσας, λίμνης ή ποταμού: Tο Λουτράκι είναι μια από τις γνωστότερες λουτροπόλεις.
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + πόλ(ις) -η]
- λουτροφόρος η [lutrofóros] Ο35 : πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο με μακρύ λαιμό και με δύο λαβές, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα σε γαμήλιες ή σε επικήδειες τελετές και ήταν συνήθ. διακοσμημένο με ανάλογες παραστάσεις.
[λόγ. < ελνστ. λουτροφόρος]
- λούτσα η [lútsa] Ο25α : (προφ.) κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό, κυρίως στις ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι μούσκεμα: Mε βρήκε η βροχή στο δρόμο κι έγινα ~. κάνω κπ. ~, μούσκεμα: Εκεί που καθόμουνα στην παραλία, ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μ΄ έκανε ~.
[σλαβ. luža `λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]



