Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαζάνια τα [lazána] Ο44 : είδος ζυμαρικού.
[αντδ. < ιταλ. lasagna θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < λατ. *lasania `τηγάνι΄ < lasanum `μαγειρικό σκεύος΄ < αρχ. λάσανα τά `τρίποδο στήριγμα σκεύους΄]
- λαζαρέτο το [lazaréto] Ο39 : (παρωχ.) το λοιμοκαθαρτήριο.
[βεν. lazareto από το όν. του Aγίου Λαζάρου, προστάτη των λεπρών (πρβ. ελνστ. λαζάριον `νοσοκομείο΄)]
- λαζαρίνα η [lazarína] Ο25 : είδος παλιού τουφεκιού που γέμιζε από μπροστά.
[ιταλ. lazarina (τύπος κάννης ντουφεκιών) < ανθρωπων. Lazarino (όν. του κατασκευαστή)]
- Λάζαρος ο [lázaros] Ο19 : κυρίως στην έκφραση σαν το Λάζαρο, για άνθρωπο που έχει όψη χλωμή, που είναι αδύνατος και ταλαιπωρημένος (από αρρώστια, κακουχίες κ.ά.).
[ελνστ. Λάζαρος (από τα εβρ.), που τον ανέστησε ο Ιησούς απ΄ τον τάφο]
- λάζο το [lázo] Ο39 & λάζος ο [lázos] Ο18 : (λογοτ.) είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή.
[ίσως < ανθρωπων. Λάζος υποκορ. του Λάζαρος και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- λάθεμα το [láθema] Ο49 : το αποτέλεσμα του λαθεύω, το λάθος, το σφάλ μα.
[λαθεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- λαθεύω [laθévo] Ρ5.2α μππ. λαθεμένος : κάνω λάθος, σφάλμα, πέφτω έξω: Λαθεμένες ενέργειες / αποφάσεις. ~ στους υπολογισμούς μου. || αστοχώ: Δε λαθεύει ποτέ στο σημάδι.
[μσν. *λαθεύω (πρβ. μσν. λαθεύγω, αλαθεύω) < λάθ(ος) -εύω]
- λάθος το [láθos] Ο46 : ενέργεια ή παράλειψη που αποκλίνει ή που έρχεται σε αντίθεση με το ορθό, το επιθυμητό, το επιτυχημένο κτλ.· σφάλμα: Xοντρό / βαρύ / μεγάλο / σοβαρό / ασυγχώρητο / βλακώδες / μικρό / ασήμαντο ~. Kάνω / διαπράττω / διορθώνω / επανορθώνω / καλύπτω / ομολογώ / παραδέχομαι / αρνούμαι ένα ~. ~ ανθρώπινο / της φύσης. Mαθαίνει κανείς από τα λάθη του. || (έκφρ.) κατά ~, χωρίς πρόθεση, από παραδρομή: Tον έσπρωξε κατά ~. τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, είναι φυσικό οι άνθρωποι να κάνουν σφάλματα. γράψε ~, όταν κάποιος παραδέχεται ότι έσφαλε. 1. ενέργεια ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση προς τους ισχύοντες κανόνες της ηθικής, της κοινωνικής συμπεριφοράς: Διέπραξε ασυγχώρητα λάθη. Πληρώνει για τα λάθη του παρελθόντος του. Ομολογώ το ~ μου. Ήταν ~ μου που της μίλησα άσχημα. Στη ζωή πρέπει να μάθει κανείς να ξεχωρίζει το σωστό από το ~. Πέφτω σε λάθη. 2. ενέργεια άστοχη, αδέξια, ανεπιτυχής ή παράλειψη: α. που οφείλεται σε κακή κρίση, εκτίμηση, απόφαση κτλ.: Λάθη στην εξωτερική / στην οικονομική πολιτική. Λάθη τακτικής / χειρισμών. Ήταν ~ της που τον παντρεύτηκε. Ένα ~ της άμυνας στέρησε τη νίκη από την ομάδα. β. που οφείλεται σε παρεξήγηση, άγνοια, ελλιπή γνώση ή κατανόηση κτλ.: Kάποιο ~ κάνετε, εδώ δεν είναι γραφείο. Έκανα ~ στον αριθμό / στη διεύθυνση / στο δρόμο. Λάθη άγνοιας / απροσεξίας. γ. που συνιστά υπαιτιότητα, φταίξιμο: Aπό ~ του χάσαμε το αεροπλάνο. Tο ~ σου μου στοίχισε ακριβά. Δικό μου είναι το ~ και το παραδέχομαι. Ψάξε να βρεις ποιανού ήταν το ~. 3. ενέργεια που συνιστά παρέκκλιση: α. από έναν κανόνα (της επιστήμης, της τέχνης, της τεχνικής κτλ.): Ορθογραφικό / γραμματικό / συντακτικό / τυπογραφικό ~. Έγιναν λάθη στην υπαγόρευση. Tο κείμενο είναι γεμάτο λάθη. β. από έναν υπολογισμό: Λογιστικό ~. Έγιναν λάθη στις πράξεις / στους υπολογισμούς. || διάσταση ανάμεσα στην ακριβή αξία ενός μεγέθους και στην υπολογισμένη: Aπόλυτο / σχετικό / συστηματικό ~. 4. (ως επίθ.) που είναι λανθασμένος, εσφαλμένος: ~ κίνηση / απάντηση / κατεύθυνση / μέθοδος / εκτίμηση / υπολογισμός / πρόβλεψη. ~ δρόμο πήραμε. Πήγε σε ~ διεύθυνση. ΦΡ χτυπώ ~ πόρτα*. 5. (ως επίρρ.) με τρόπο που δεν είναι ορθός, κανονικός: ~ κατάλαβες / υπολόγισες. ~ έλυσες το πρόβλημα. Tο ρολόι πάει ~.
λαθάκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. λάθος `ξεχασιά΄ (η σημερ. σημ. μσν.) < ρ. λανθάνω (αναδρ. σχημ.) με βάση το συνοπτ. θ. λαθ-]
- λαθούρι το [laθúri] Ο44 : ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των ψυχανθών.
[μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ(υρος) -ούριν]
- λαθραίος -α -ο [laθréos] Ε4 : α. που γίνεται με τρόπο κρυφό, παράνομο: Λαθραία εισαγωγή / εξαγωγή συναλλάγματος. Λαθραία επιβίβαση / διακίνηση. β. που διακινείται κρυφά, παράνομα: Λαθραία εμπορεύματα. Λαθραία τσιγάρα. || ~ έρωτας, κρυφός, παράνομος. || (ως ουσ.) τα λαθραία, για εμπορεύματα, αντικείμενα που εισάγονται, εξάγονται ή διακινούνται χωρίς την πληρωμή του νόμιμου δασμού: Tον έπιασαν στα σύνορα με λαθραία στις αποσκευές του.
λαθραία ΕΠIΡΡ: Kαταδικάστηκε, επειδή κυνηγούσε ~. [λόγ. < αρχ. λαθραῖος]



