Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λύσσα η [lísa] Ο25 : 1. θανατηφόρα αρρώστια των ζώων, ιδίως των σκύλων, που μεταδίδεται και στον άνθρωπο. 2. (μτφ.) α. ορμητική μανία, υπερβολική οργή, μένος: Πολέμησαν / αντιστάθηκαν / πάλεψαν / αγωνίστηκαν με ~. Tον χτυπούσε / τον έδερνε με ~. Tον έπιασε ~. β. ερωτική, σεξουαλική μανία, παραφορά. 3. (προφ. ως επίρρ., για κτ. που τρώγεται) υπερβολικά αρμυρό: ~ έγινε το φαΐ, δεν τρώγεται.
[αρχ. λύσσα]
- λυσσαλέος -α -ο [lisaléos] Ε4 : που είναι γεμάτος λύσσα, μανία, παράφορη ορμή: Ο αντίπαλος πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση στις επιθέσεις μας.
λυσσαλέα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσσαλέος]
- λυσσάω [lisáo] & -ώ Ρ10.6α & λυσσιάζω [lis
ázo] Ρ2.2α μππ. λυσσασμένος & λυσσ(ι)αγμένος : 1. προσβάλλομαι από λύσσα: Mας επιτέθηκε ένα λυσσασμένο σκυλί. || (ως κατάρα) μπα, που να λυσσάξεις! 2. (μτφ.) καταλαμβάνομαι από σφοδρή επιθυμία, από μανία, πάθος, μανιάζω: Λύσσαξε να του αγοράσουμε ποδήλατο και τώρα δεν το θέλει. Λύσσαξα της πείνας / για νερό. Λυσσασμένοι για έρωτα. || (έκφρ.) λύσσαξε απ΄ το κακό του, μάνιασε. τον λύσσαξαν στο ξύλο, τον έδειραν άγρια. λύσσαξα στα αρμυρά / στα παστά, έφαγα μεγάλες ποσότητες αρμυρών φαγώσιμων και διψάω. [αρχ. λυσσῶ· μσν. λυσσιάζω < λύσσ(α) -ιάζω]
- λυσσιακά τα [lisxaká] & λυσσακά τα [lisaká] Ο38 : μόνο στη ΦΡ έφαγε τα λυσσιακά του, κατέβαλε μανιώδεις, παθιασμένες προσπάθειες για κτ.: Έφαγε τα ~ του να έρθει στην εκδρομή αλλά δεν τα κατάφερε.
[λύσσ(α) -ιακά, ουδ. πληθ. του -ιακός· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
- λυσσιάρης -α -ικο [lisxáris] & λυσσάρης -α -ικο [lisáris] Ε9 : που με μανία, με παράφορο πάθος επιθυμεί, επιδιώκει κτ. ή επιδίδεται σε κτ. || (ως ουσ.): Kοίταξέ τον το λυσσιάρη πώς επιμένει!
[μσν. λυσσιάρης < λύσσ(α) -ιάρης· μσν. λυσσάρης < λυσσιάρης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
- λυσσιάρικος -η -ο [lisxárikos] & λυσσάρικος -η -ο [lisárikos] Ε5 : που έχει προσβληθεί από λύσσα: Λυσσιάρικο σκυλί.
[λυσσιάρ(ης), λυσσάρ(ης) -ικος]



