Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 31 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοκλόπος ο [loγoklópos] Ο18 : αυτός που με ανήθικο, παράνομο τρόπο ιδιοποιείται ξένη πνευματική περιουσία: Ενώ παρουσιαζόταν ως σπουδαίος συγγραφέας / επιστήμονας / λογοτέχνης, αποδείχτηκε μεγάλος ~.
[λόγ. λογοκλοπ(ή) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- λογοκοπία η [loγokopía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λογοκοπώ· (πρβ. δημαγωγία): Tα μεγάλα λόγια και οι παχιές υποσχέσεις αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό της προεκλογικής λογοκοπίας.
[λόγ. λογοκόπ(ος) -ία]
- λογοκόπος ο [loγokópos] Ο18 : αυτός που λογοκοπεί.
[λόγ. λογο(κοπώ) -κόπος (αναδρ. σχημ.)]
- λογοκοπώ [loγokopó] Ρ10.9α : λέω, υπόσχομαι πολλά και μεγάλα που δεν πρόκειται ή δεν είμαι σε θέση να τα πραγματοποιήσω: Δημαγωγούν και λογοκοπούν ασύστολα.
[λόγ. < μσν. λογοκοπώ < λογο- + -κοπώ]
- λογοκρατούμαι [loγokratúme] Ρ10.9β : βασίζομαι αποκλειστικά στη λογική, κυριαρχούμαι από αυτή (σε βάρος του συναισθήματος και της φαντασίας): Tα ποιήματά του είναι συνδυασμός αισθητικών επαναστάσεων και αυστηρά λογοκρατούμενων εργαστηριακών πειραματισμών.
[λόγ. λογο- + κρατούμαι]
- λογοκρίνω [loγokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. λογόκρινα, απαρέμφ. λογοκρίνει, παθ. αόρ. λογοκρίθηκα, απαρέμφ. λογοκριθεί, μππ. λογοκριμένος : ασκώ λογοκρισία: H επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία / το βιβλίο. H επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.
[λόγ. λογο(κρισία) + κρίνω]
- λογοκρισία η [loγokrisía] Ο25 : 1. ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθ. από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.): Tο δικτατορικό καθεστώς επέβαλε αυστηρή ~ στον τύπο. Οι επιστολές προς και από τους κρατουμένους υποβάλλονται σε ~ από τη διεύθυνση των φυλακών. Προληπτική ~, ο έλεγχος που ασκείται πριν από τη δημοσιοποίηση, την κυκλοφορία των προϊόντων. (έκφρ.) η ψαλίδα* της λογοκρισίας. 2. η υπηρεσία που ασκεί τον έλεγχο: H ~ έκοψε μερικές σκηνές του έργου, γιατί τις θεώρησε πολύ τολμηρές.
[λόγ. λογοκρι(τής) -σία απόδ. γαλλ. censure]
- λογοκριτής ο [loγokritís] Ο7 : αυτός που ασκεί λογοκρισία: Tο βιβλίο βγή κε από τα χέρια των λογοκριτών κατακρεουργημένο.
[λόγ. λογο- + κριτής απόδ. γαλλ. censeur]
- λογομαχία η [loγomaxía] Ο25 : φιλονικία, καβγάς με λόγια: Ξέσπασε μεταξύ τους μια έντονη ~ και οι φωνές τους ακούγονταν ως το δρόμο.
[λόγ. < ελνστ. λογομαχία `διαμάχη σχετικά με τις λέξεις΄ (ίσως παρερμηνεία της σημ.)]
- λογομαχώ [loγomaxó] Ρ10.9α : φιλονικώ, καβγαδίζω έντονα με λόγια: Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
[λόγ. < ελνστ. λογομαχῶ `διαπληκτίζομαι σχετικά με τις λέξεις΄ (ίσως παρερμηνεία της σημ.)]



