Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυπηρός
1 εγγραφή
λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο. λυπηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λυπηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες