Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λουκάνικο
1 item total
λουκάνικο το [lukániko] Ο41 : είδος αλλαντικού, ειδικά παρασκευασμένου με κρέας και καρυκεύματα, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη: ~ χωριάτικο / καραμανλίδικο / Φραγκφούρτης. Σάντουιτς / αυγό τηγανητό με ~. (έκφρ.) (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα.

[ελνστ. λουκάνικον, λουκανικόν < λατ. lucanicum `αλλαντικό της Λουκανίας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go