Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λονδρέζικος
1 εγγραφή
λονδρέζικος -η -ο [lonδrézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Λονδίνο ή στους Λονδρέζους: Λονδρέζικη ομίχλη / μόδα.

[Λονδρέζ(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες