Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογοπαικτικός
1 εγγραφή
λογοπαικτικός -ή -ό [loγopektikós] Ε1 : που αναφέρεται στο λογοπαίγνιο: Λογοπαικτική διάθεση.

[λόγ. λογοπαίκτ(ης < λογο(παίγνιον) + παίκτης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες