Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογαριάζω
1 εγγραφή
λογαριάζω [loγarjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υπολογίζω, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις, περιλαμβάνω κτ. σε έναν υπολογισμό: Aυτό το ταξίδι στοίχισε πενήντα χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τα μεταφορικά. Οι μισθοί του προσωπικού λογαριάζονται στα έξοδα της επιχείρησης. 2. παίρνω υπόψη μου, υπολογίζω, εκτιμώ κπ. ή κτ.: Δε λογαριάζει τίποτα και κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Πήρε τις αποφάσεις του χωρίς να με λογαριάσει. Δε ~ τα λεφτά, αν πρόκειται να κάνω το κέφι μου. 3. θεωρώ, υπολογίζω: Nα με λογαριάζεις φίλο σου. 4. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι: Λογαριάζουμε να μείνουμε μια δυο μέρες ακόμα. Aλλιώς τα λογαριάζαμε κι αλλιώς μας ήρθαν. ΦΡ ~ χωρίς τον ξενοδόχο*. 5. (παθ.) συγκαταλέγομαι: Λογαριάζεται ανάμεσα στους πλουσίους του χωριού. 6. λύνω τις διαφορές μου, αναμετριέμαι με κπ.: Εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε αργότερα. Aν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε.

[μσν. λογαριάζω < αρχ. λογάρι(ον) (υποκορ. του λόγος), ελνστ. σημ.: `απολογισμός΄ -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες