Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λιπόθυμος -η -ο [lipóθimos] Ε5 : που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του, που λιποθύμησε: Έπεσε ~ από τις αναθυμιάσεις.
[λόγ. λιποθυμ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. λιποθυμ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |