Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιπόβαρος -η -ο [lipóvaros] Ε5 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιποβαρής: H αγορανομία βρήκε τα ψωμιά του λιπόβαρα και τον τιμώρησε με πρόστιμο.
[λόγ. λιποβαρ(ής) μεταπλ. -ος]



