Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθόκτιστος -η -ο [liθóktistos] & λιθόχτιστος -η -ο [liθóxtistos] Ε5 : που είναι χτισμένος με πέτρα.
[λόγ. λιθο- + κτισ- (κτίζω) -τος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]