Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγνιτωρυχείο
1 εγγραφή
λιγνιτωρυχείο το [liγnitorixío] Ο39 : ορυχείο εξόρυξης λιγνίτη.

[λόγ. λιγνίτ(ης) + -ωρυχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες