Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λευκο- [lefko] & λευκό- [lefkó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λευκ- [lefk] ή λευχ- [lefx], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή από δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις: 1. προσδίδει την ιδιότητα του λευκού, άσπρου χρώματος σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: λευκερωδιός· λευκανθής, λευκόσαρκος, λευκόχρωμος· ~ντυμένος, ασπροντυμένος. 2. (ιατρ.) με αναφορά στα λευκά αιμοσφαίρια: λευχαιμία, ~κύτταρο, ~κυττάρωση, ~πενία· με αναφορά στην απουσία χρωστικής ουσίας, χρώματος: ~δερμία· με αναφορά στη λευκή ουσία του εγκεφάλου ή του μυελού: ~εγκεφαλίτιδα, ~μυελίτιδα· (χημ) ~σίδηρος· (βοτ.) λευκόδενδρο.
[λόγ. < αρχ. λευκ(ο)- θ. του επιθ. λευκό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λευκό-θριξ `ασπρομάλλης΄ (πρβ. μσν. λαϊκό λευκο-περιστέρα) & γαλλ. leuco- < αρχ. λευκο-: λευκο-κύστη < leucocyte· λόγ. < ελνστ. λευχ- < αρχ. λευκ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] : δες δασεία): ελνστ. λευχ-είμων `ασπροντυμένος΄, λευχ-αιμία < γερμ. Leukämie ή μέσω του γαλλ. leucémie]
- λευκοδερμία η [lefkoδermía] Ο25 : δερματική πάθηση, που συνίσταται σε αποχρωματισμό τμημάτων του δέρματος λόγω μείωσης της χρωστικής.
[λόγ. < γαλλ. leucoderm(ie) < leuco- = λευκο- + αρχ. δέρμ(α) -ie = -ία]
- λευκοκύτταρο το [lefkokítaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το λευκό αιμοσφαίριο.
[λόγ. λευκο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. leucocyte < leuco- = λευκο- + αρχ. κύτος]
- λευκοπλάστης ο [lefkoplástis] Ο10 & λευκοπλάστ το [lefkoplást] Ο (άκλ.) : είδος κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, για να συγκρατεί επιδέσμους επάνω στο δέρμα.
[λόγ. < γαλλ. leucoplaste < leuco- = λευκο- + -plaste < αρχ. πλαστός με σύγχυση ανάμεσα στα πλαστός - πλάστης· λόγ. < γαλλ. leucoplaste χωρίς μορφολ. προσαρμ.]
- λευκορωσικός -ή -ό [lefkorosikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λευκορωσία ή στους Λευκορώσους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λευκορωσική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. || (ως ουσ.) η λευκορωσική, τα λευκορωσικά, η λευκορωσική γλώσσα.
λευκορωσικά ΕΠIΡΡ σε λευκορωσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Λευκορωσ(ία) -ικός < λευκ(ός) -ο- + Ρωσία μτφρδ. ρωσ. Byelorussiya]
- λευκός -ή -ό [lefkós] Ε1 : 1. άσπρος: Λευκό μάρμαρο / χαρτί / πέπλο. ~ κρίνος / κύκνος / αφρός. Λευκά ρούχα / πανιά. Mαλλιά λευκά σαν χιόνι. Xαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα λευκά δόντια της. || (ανατ.): Λευκά αιμοσφαίρια*. Λευκή ουσία, η μία από τις δύο ουσίες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. || Λευκή σελίδα / κόλα, άγραφη: Έδωσα λευκή κόλα στα μαθηματικά, δεν έγραψα τίποτα. || Λευκή σημαία, αυτή που υψώνεται σε καιρό πολέμου και δηλώνει διάθεση για παράδοση, ανακωχή, διαπραγματεύσεις. || Λευκή ψήφος, λευκό ψηφοδέλτιο, ουδέτερο, που ούτε ψηφίζει, ούτε καταψηφίζει. || Λευκά είδη, λέγεται για σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες κτλ. || Λευκό φως, που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος, όπως το ηλιακό φως: Οι λάμπες ιωδίου / φθορίου παράγουν λευκό φως. || Λευκός Οίκος: α. η προεδρική κατοικία στις HΠA. β. η προεδρική εξουσία και οι υπηρεσίες της στις HΠA: Δηλώσεις εκπροσώπου του Λευκού Οίκου. (έκφρ.) εν λευκώ, χωρίς επιφυλάξεις, περιορισμούς, εγγυήσεις, με πλήρη εξουσιοδότηση: Yπογράφω την επιταγή εν λευκώ, χωρίς να σημειώνω το όνομα του αποδέκτη. Tον άφησα να χειριστεί την υπόθεση εν λευκώ. λευκές νύχτες, οι νύχτες στις χώρες του αρκτικού κύκλου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος μένει συνεχώς στον ορίζοντα. λευκή μαγεία, που επιδιώκει ευνοϊκά αποτελέσματα χρησιμοποιώντας φυσικές, υλικές δυνάμεις. ANT μαύρη. ΦΡ λευκή νύχτα: α. νύχτα κατά τη διάρκεια της οποίας δεν πραγματοποιήθηκε σεξουαλική επαφή μεταξύ ενός ζευγαριού, κυρίως παντρεμένου. β. η νύχτα κατά την οποία κάποιος δεν κοιμήθηκε καθόλου. ~ γάμος, τυπικός, μόνο στα χαρτιά, που δεν ολοκληρώθηκε, κυρίως σεξουαλικά. λευκή απεργία, κατά την οποία οι απεργοί πηγαίνουν στο χώρο της εργασίας τους, χωρίς όμως να εργάζονται. ~ θάνατος, η ηρωίνη και με επέκταση τα ναρκωτικά: Έμποροι λευκού θανάτου. ~ άνθρακας*. λευκή ισοπαλία, (αθλ., κυρ. στο ποδόσφαιρο) ισόπαλο αποτέλεσμα, όπου κανένας από τους αντιπάλους δεν έχει επιτύχει τέρμα. ~ ήχος / θόρυβος, ήχος ομοιόμορφος, συνεχής και με την ίδια ένταση. λευκή διαφήμιση, η μη εμφανής, αυτή που γίνεται με έμμεσο τρόπο. 2. (για ορισμένα ζώα): ~ καρχαρίας / ελέφαντας. Λευκή αρκούδα. 3. (μτφ.) αγνός, καθαρός, ανεπίληπτος: Tο παρελθόν / το μητρώο / το μέτωπό του είναι λευκό. Λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς καταδίκες. ANT βεβαρυμένο. ΦΡ λευκή περιστερά*. 4. που το χρώμα του πλησιάζει προς το λευκό, ανοιχτόχρωμος: Λευκό κρασί / ψωμί. Λευκή φυλή. Λευκά χέρια. Λευκή επιδερμίδα / σάρκα. (έκφρ.) εμπόριο* λευκής σαρκός. 5. (μτφ.) χιονισμένος, καλυμμένος από χιόνια: Λευκά Xριστούγεννα. Λευκά Όρη. Λευκές κορφές βουνών. 6. (ως ουσ.) α. ο λευκός, για άνθρωπο, φυλή που έχει λευκή επιδερμίδα: H ομάδα του μπάσκετ αποτελείται από τρεις λευκούς και δύο μαύρους. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, είτε λευκοί είτε μαύροι είτε κίτρινοι. β. το λευκό: β1. το άσπρο χρώμα: Aποχρώσεις του λευκού. β2. η λευκότητα, η ασπράδα: Tο λευκό του χιονιού κουράζει το μάτι. β3. (για ψηφοδέλτιο) το ουδέτερο, που δεν εκφράζει προτίμηση: Στην καταμέτρηση βρέθηκαν τρία λευκά. (έκφρ.) ψηφίζω λευκό, επιλέγω το λευκό ψηφοδέλτιο: Στην πρόταση του προεδρείου ψήφισα λευκό, και μεταφορικά, για ουδέτερη στάση σε κάποια διαδικασία, σε κάποια απόφαση κτλ.: Bουνό ή θάλασσα; - Ψηφίζω λευκό. γ. τα λευκά: γ1. για ρούχα: Εμφανίστηκε ντυμένη στα λευκά. Tα λευκά πλένονται χωριστά από τα χρωματιστά. γ2. τα άσπρα πιόνια στο σκάκι. ANT μαύρα: Πρώτα παίζουν τα λευκά. γ3. τα λεπτότερα στοιχεία μιας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων από την άποψη της γραφικής παράστασης και της οπτικής έντασης: Kάθε οικογένεια στοιχείων αποτελείται από τα λευκά, τα ημίμαυρα και τα μαύρα.
[λόγ. < αρχ. λευκός & σημδ. γαλλ. blanc, αγγλ. white]
- λευκοσίδηρος ο [lefkosíδiros] Ο20α : λεπτό φύλλο σιδήρου καλυμμένου με κασσίτερο· τενεκές.
[λόγ. λευκο- + σίδηρος μτφρδ. γαλλ. fer-blanc]
- λευκοσιδηρουργείο το [lefkosiδirurjío] Ο39 : εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία της λαμαρίνας και κατασκευάζονται είδη οικιακής χρήσης, μεταλλικά δοχεία κτλ.· τενεκετζίδικο, φαναρτζίδικο, φανοποιείο.
[λόγ. λευκοσιδηρουργ(ός) -είον]
- λευκοσιδηρουργός ο [lefkosiδirurγós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα από λευκοσίδηρο· φαναρτζής, τενεκετζής, φανοποιός.
[λόγ. λευκοσίδηρ(ος) + -ουργός απόδ. γαλλ. ferblantier]
- λευκότητα η [lefkótita] Ο28 : η ιδιότητα του λευκού· η ασπράδα: H ~ των ρούχων / του δέρματος / των μαλλιών / του χιονιού / των μαρμάρων.
[λόγ. < αρχ. λευκότης, αιτ. -ητα]



