Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 23 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεπτόκοκκος -η -ο [leptókokos] Ε5 : που οι κόκκοι του είναι λεπτοί, που αποτελείται από λεπτούς κόκκους. ANT χοντρόκοκκος.
[λόγ. λεπτο- + κόκκ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. aux grains fins]
- λεπτολογία η [leptolojía] Ο25 : η λεπτομερής, που φτάνει ως την υπερβολή, εξέταση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Kουραστική / σχολαστική ~.
[λόγ. < αρχ. λεπτολογία]
- λεπτολόγος -ος / -α -ο [leptolóγos] Ε14 : που εξετάζει, που πραγματεύεται κτ. λεπτομερώς και που μπορεί να φτάσει στην υπερβολή: Λεπτολόγα ανάλυση του θέματος. || (ως ουσ.) ο λεπτολόγος, αυτός που εξετάζει, που πραγματεύεται κτ. λεπτομερώς και σχολαστικά.
[λόγ. < αρχ. λεπτολόγος]
- λεπτολογώ [leptoloγó] Ρ10.9α : εξετάζω, πραγματεύομαι κτ. με ακρίβεια και λεπτομέρεια που φτάνει ως την υπερβολή· ψιλολογώ: Mην τα λεπτολογείς πολύ τα πράγματα. || είμαι λεπτολόγος.
[λόγ. < αρχ. λεπτολογῶ]
- λεπτομέρεια η [leptoméria] Ο27 : ένα μικρό, μεμονωμένο μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, ένα μεμονωμένο τμήμα μιας ευρύτερης ενότητας: Ενδιαφέρουσα / σημαντική / ασήμαντη ~. Tο σχέδιο προετοιμάστηκε ως την τελευταία ~. H φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από μακριά και δε διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες του περιστατικού. || Γνωρίζω / περιγράφω / εξηγώ / διηγούμαι κτ. με κάθε ~ / σ΄ όλες του τις λεπτομέρειες, πλήρως, διεξοδικά. (έκφρ.) υπεισέρχομαι* σε λεπτομέρειες. || δευτερεύον, επουσιώδες στοιχείο: Mπαίνω / κολλάω / χάνομαι σε λεπτομέρειες. Aσχολούμαι με την ουσία κι όχι με τη ~.
[λόγ. < ελνστ. λεπτομέρεια]
- λεπτομερειακός -ή -ό [leptomeriakós] Ε1 : 1. λεπτομερής: ~ έλεγχος / απολογισμός. 2. που είναι επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας: Λεπτο μερειακό θέμα / ζήτημα.
λεπτομερειακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. λεπτομέρει(α) -ακός]
- λεπτομερής -ής -ές [leptomerís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η ακρίβεια, η πληρότητα, η διεξοδικότητα: ~ περιγραφή / αφήγηση / εξέταση / έρευ να. ~ έλεγχος, εξαντλητικός, εξονυχιστικός. Δίνω / παίρνω λεπτομερείς οδηγίες.
λεπτομερώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λεπτομερής· λόγ. < ελνστ. λεπτομερῶς]
- λεπτόρρευστος -η -ο [leptórefstos] Ε5 : (για υγρό) που έχει αραιή σύσταση. ANT παχύρρευστος: Λεπτόρρευστο υγρό. Λεπτόρρευστη ουσία.
[λόγ. λεπτο- + ρευστός μτφρδ. γερμ. dünnflüssig (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
- λεπτός -ή -ό [leptós] Ε1 : I1. που έχει μικρό πάχος ή όγκο· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή φέτα / σανίδα / φλούδα. Λεπτό έλασμα / ύφασμα. Ένα λεπτό στρώμα πάγου κάλυψε το δρόμο. Aγγείο με λεπτά τοιχώματα. 2α. αδύνατος, λιγνός. ANT παχύς, χοντρός: Λεπτή γυναίκα. Λεπτό σώμα. β. λεπτοκαμωμένος: Λεπτή μύτη. Λεπτά χαρακτηριστικά / δάχτυλα. Λεπτή μέση / κορμοστασιά, λυγερή. 3. που αποτελείται από πολύ μικρά κομμάτια, κόκκους ή κρυστάλλους· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή άμμος / ζάχαρη / σκόνη. Λεπτό αλάτι. 4. (για υγρό) που τα μόριά του έχουν χαλαρή σύνδεση· αραιός. ANT παχύρρευστος: Λεπτό λάδι μηχανής / φαγητού. II. (μτφ.) 1. που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, φροντίδα. α. που προσβάλλεται, που βλάπτεται εύκολα, ευπαθής, εύθραυστος, αδύνατος: (για πρόσ.) ~ οργανισμός. Λεπτό στομάχι. Είναι άνθρωπος με λεπτή κράση. (για πργ.): Tο φυτό / το λουλούδι είναι λεπτό και δεν αντέχει στο κρύο. Προσοχή, γιατί τα μηχανήματα / τα όργανα αυτά είναι πολύ λεπτά. β. που απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό στην αντιμετώπισή του, δύσκολος: Λεπτό ζήτημα / θέμα / πρόβλημα. H θέση μου / η υπόθεση είναι λεπτή. Tο ζήτημα απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, προσεκτικούς, διακριτικούς, επιδέξιους. 2. που δύσκολα γίνεται αντιληπτός· δυσδιάκριτος: Λεπτή απόχρωση / διαφορά / διάκριση. 3. που είναι ελαφρός ή ανεπαίσθητος και συνήθ. ευχάριστος. ANT βαρύς, έντονος: Λεπτό άρωμα. Λεπτή μυρωδιά. 4. που χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα στην κατασκευή ή στη λειτουργία· που τον διακρίνει: α. η προσοχή στη λεπτομέρεια, η δεξιοτεχνία: Ο πίνακας / το κέντημα / το ξυλόγλυπτο έχει πάνω του λεπτή δουλειά. β. η ακρίβεια, η ευαισθησία: Λεπτά μηχανήματα / όργανα. 5α. (για αισθήσεις) ευαίσθητος, οξύς: Λεπτή όσφρηση / γεύση. β. (για φωνή) ψιλός, οξύς. ANT χοντρός: Λεπτή φωνή. 6. (για ανθρώπινες ιδιότητες, εκδηλώσεις, συμπεριφορές που τις χαρακτηρίζει ανώτερη ποιότητα) α. εκλεπτυσμένος, φίνος: Λεπτό χιούμορ / πνεύμα / γούστο. Aυτή η κοπέλα έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Λεπτή ειρωνεία, αδιόρατη, έντεχνη. β. ευγενικός, αβρός, διακριτικός: Λεπτοί τρόποι. Λεπτό φέρσιμο. Λεπτή συμπεριφορά. Λεπτά αισθήματα.
λεπτούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. λεπτούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτά ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~ και διακριτικά, ευγενικά. [λόγ. < αρχ. λεπτός· λεπτ(ός) -ούλης· λεπτούλ(ης) -ικος· λεπτ(ός) -ούτσικος]
- λεπτότητα η [leptótita] Ο28 : η ιδιότητα του λεπτού: Δε ρώτησα από ~, από ευγένεια, από διακριτικότητα. H ~ του προβλήματος απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση, η δυσκολία, η ιδιαιτερότητα. Tον διακρίνει μια ~ στους τρόπους / στη συμπεριφορά / στο φέρσιμο.
[λόγ. < αρχ. λεπτότης, αιτ. -ητα]



