Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεπτό 1 το [leptó] Ο38 : 1. νομισματική μονάδα ίση προς το ένα εκατοστό της δραχμής: Πενήντα λεπτά, το πενηντάλεπτο, το πενηνταράκι. Είκοσι λεπτά, το εικοσάλεπτο, η εικοσάρα. Δέκα λεπτά, το δεκάλεπτο, η δεκάρα. || το αντίστοιχο νόμισμα που υπήρχε παλαιότερα, το μονόλεπτο. 2. (πληθ.) τα χρήματα, τα λεφτά*.
[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `μικρό νόμισμα΄]
- λεπτό 2 το & λεφτό 2 το [leftó] Ο38 : χρονική μονάδα ίση προς το ένα εξηκοστό της ώρας: H ώρα είναι δώδεκα και τρία λεπτά. Σε λίγα λεπτά αναχωρεί η αμαξοστοιχία. Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά. Tριάντα λεπτά, το ημίωρο, η μισή ώρα. Δεκαπέντε λεπτά, το τέταρτο. Δεύτερο λεπτό, το δευτερόλεπτο. (έκφρ.) ένα / μισό ~ ή δύο / πέντε λεπτά, μια στιγμή, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ύστερα από το οποίο θα κάνουμε κτ.: Περίμενε μισό / ένα ~. Άκουσέ με για δύο / πέντε λεπτά. ούτε ~, καθόλου, ούτε μια στιγμή: Ούτε ~ δεν κάθομαι εδώ. στο ~, πολύ γρήγορα: Tελειώνει τις δουλειές του στο ~. τηρώ ενός λεπτού σιγή*.
[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄· ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- λεπτό 3 το : μονάδα μέτρησης γωνιών ίση προς το ένα εξηκοστό της μοίρας, πρώτο λεπτό: Δεύτερο ~, το ένα εξηκοστό του λεπτού: Tριάντα μοίρες, είκοσι πρώτα λεπτά και τριάντα δεύτερα λεπτά.
[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄]
- λεπτο- [lepto] & λεπτό- [leptó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λεπτ- [lept], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι λεπτό, χωρίς πάχος· ψιλο-. ANT χοντρο-: λεπτόρριζος, λεπτόφλουδος, λεπτόφυλλος· ~σανίδα. || (για άνθρωπο) ~καμωμένος, ~πρόσωπος, λεπτόσωμος. || (για υγρό) χωρίς πυκνότητα, αραιό. ANT παχυ-: λεπτόρρευστος. 2. υπονοεί προσεκτική, δύσκολη, φινετσάτη επεξεργασία: ~τέχνημα· ~δουλειά, ~δουλεμένος· ψιλο-. ANT χοντρο-. || υπονοεί ακρίβεια, λεπτομέρεια: ~μερής, ~μέρεια· ~λογώ. 3. αναφέρεται στη συμπεριφορά, στις εκδηλώσεις καλλιεργημένου, εκλεπτυσμένου ανθρώπου: λεπταίσθητος. 4. (βοτ., ζωολ.) στην επιστημονική ονομασία φυτών και ζώων: ~πέταλα· (ιατρ.) ~σκωληκίαση.
[λόγ. < αρχ. λεπτ(ο)- θ. του επιθ. λεπτό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λεπτό-δερμος, ελνστ. λεπτό-ρριζος & γαλλ. lept(o)- < αρχ. λεπτ(ο)-: λεπτο-φωνία < γαλλ. leptophonie]
- λεπτοδείκτης ο [leptoδíktis] Ο10 : η μεγαλύτερη από τις δύο βασικές βελόνες (δείκτες) της πλάκας του ρολογιού, αυτή που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας· (πρβ. ωροδείκτης).
[λόγ. λεπτ(όν) 2 -ο- + -δείκτης μτφρδ. γερμ. Minutenzeiger]
- λεπτοδουλειά η [leptoδulá] Ο24 : χαρακτηρισμός εργασίας που εκτελείται με το χέρι (και με κατάλληλα εργαλεία) και που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ακρίβεια, προσοχή στη λεπτομέρεια και γενικότερα υψηλή ποιότητα κατασκευής. ANT χοντροδουλειά2: Tο έπιπλο / το κόσμημα / το κέντημα έχει (επάνω του) πολλή ~.
[λόγ. λεπτο- + δουλειά]
- λεπτοδουλεμένος -η -ο [leptoδuleménos] Ε3 : που τον έχουν επεξεργαστεί με το χέρι (και με κατάλληλα όργανα) και με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ακρίβεια, προσοχή στη λεπτομέρεια και γενικότερα που τον χαρακτηρίζει υψηλή ποιότητα κατασκευής: Λεπτοδουλεμένα κοσμήματα / έπιπλα / κεντήματα.
[λόγ. λεπτο- + δουλεμένος μππ. του δουλεύω]
- λεπτοκαμωμένος -η -ο [leptokamoménos] Ε3 : (για άνθρ.) που το σώμα του συνολικά ή κάποια επί μέρους χαρακτηριστικά ή μέλη του είναι λεπτά και σχετικά κομψά. ANT χοντροκαμωμένος: Ψηλή και λεπτοκαμωμένη κοπέλα / γυναίκα. Λεπτοκαμωμένο σώμα / πρόσωπο. Λεπτοκαμωμένη μύτη.
[λόγ. λεπτο- + καμωμένος]
- λεπτοκαρυά η [leptokarjá] Ο24 : (βοτ.) η φουντουκιά.
[λόγ. επίδρ. στο λαϊκό λεφτοκαρυά < μσν. λεφτοκαρυά < λεφτοκάρ(υο) -ιά < ελνστ. λεπτοκάρυον ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- λεπτοκάρυο το [leptokário] Ο40 : (βοτ.) το φουντούκι.
[λόγ. < ελνστ. λεπτοκάρυον (λαϊκό: λεφτόκαρο)]



