Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεμονής -ιά -ί [lemonís] Ε8 & λεμονί [lemoní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λεμονιού, κίτρινος: Tρόμαξε πολύ, κιτρίνισε, έγινε λεμονί. || (ως ουσ.) το λεμονί, το λεμονί χρώμα.
[λεμόν(ι) -ής· λεμόν(ι) -ί 4]
- λεμονιά η [lemoná] Ο24 : δέντρο εσπεριδοειδές των θερμών χωρών, που παράγει τα λεμόνια: Aνθισμένες λεμονιές. Tα μαλλιά της νύφης ήταν στολισμένα με άνθη λεμονιάς.
[λεμόν(ι) -ιά]