Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαφιάτης
1 εγγραφή
λαφιάτης ο [lafxátis] Ο10 : είδος ακίνδυνου φιδιού.

[λαφ(ιάζω) -ιάτης (δες στο αλαφιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες