Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαιμαργία
1 item total
λαιμαργία η [lemarjía] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του λαίμαργου, η διαρκής επιθυμία και απληστία: Tρώει / κοιτάζει με ~.

[λόγ. < αρχ. λαιμαργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go