Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαθροχειρία
1 item total
λαθροχειρία η [laθroxiría] Ο25 : 1. κλοπή, υπεξαίρεση, αφαίρεση που γίνεται με επιτήδειο, μη αντιληπτό τρόπο: Ο λογιστής με διάφορες λαθροχειρίες υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό. 2. (γενικότ.) λαθραία και παράνομη ή παράτυπη επέμβαση που στοχεύει στη μεταβολή μιας κατάστασης προς όφελος κάποιου ή κάποιων: Οι λαθροχειρίες που έγιναν στο κείμενο της απόφασης, άλλαξαν τελείως το νόημά της.

[λόγ. λαθρο- + αρχ. χειρ- (δες χείρα) -ία, κατά το ελνστ. ὀξυχειρία `ταχυδακτυλουργία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go