Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθρομετανάστης
1 εγγραφή
λαθρομετανάστης ο [laθrometanástis] Ο10 θηλ. λαθρομετανάστρια [laθrometanástria] Ο27 : αυτός που μεταναστεύει λαθραία σε μια άλλη χώρα, που δεν ακολουθεί τις νόμιμες διαδικασίες μετανάστευσης.

[λόγ. λαθρο- + μετανάστης· λόγ. λαθρομετανάσ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες