Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγός ο [laγós] Ο17 θηλ. λαγουδίνα [laγuδína] Ο26 : 1. μικρό τρωκτικό θηλαστικό με μακριά αυτιά, κοντή ουρά και αναπτυγμένα τα πίσω πόδια: Ο ~ φημίζεται για τη γρηγοράδα και την καλή του όραση. Tο κυνήγι του λαγού απαγορεύεται αυστηρά. || το κρέας του ζώου αυτού: Σήμερα φάγαμε λαγό στιφάδο. ΦΡ γίνομαι ~, φεύγω τρέχοντας, εξαφανίζομαι, υποχωρώ. τάζω* σε κπ. λαγούς με πετραχήλια. βγάζω λαγό, φέρνω καλό αποτέλεσμα, έχω επιτυχία. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. ~ τη φτέρη κούναγε / έσειε, κακό του κεφαλιού του, για κπ. που γίνεται ο ίδιος αιτία της καταστροφής, της βλάβης του. 2. (μτφ.) άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης.
λαγουδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. [μσν. λαγός < αρχ. λαγ(ώς) μεταπλ. -ός ή αρχ. (ιων. διάλ.) λαγός· μσν. *λαγούδ(ι) (< λαγ(ός) υποκορ. -ούδι) -ίνα· μσν. λαγουδάκι < *λαγούδ(ι) -άκι]