Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λίπωμα
1 item total
λίπωμα το [lípoma] Ο49 : καλοήθης όγκος που σχηματίζεται από υπερτροφία του λιπώδους ιστού.

[λόγ. < νλατ. lipoma ( [-pó-] ) < αρχ. λίπ(ος) -oma = -ωμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go