Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμνη
1 εγγραφή
λίμνη η [límni] Ο30 : 1. εκτεταμένο κοίλωμα του εδάφους φυσικό ή τεχνητό, που περιέχει γλυκό νερό και δεν επικοινωνεί (τουλάχιστον άμεσα) με τη θάλασσα: H ~ των Πρεσπών. H τεχνητή ~ του Mαραθώνα. Mια ~ με πάπιες. 2. (μτφ.) η συγκέντρωση σε κάποιο σημείο μιας ποσότητας υγρού: Δίπλα στο πτώμα είχε σχηματιστεί μια ~ αίματος. λιμνούλα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λίμνη· λίμν(η) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες