Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέπι
5 εγγραφές [1 - 5]
λέπι το [lépi] Ο44 : 1. το καθένα από τα ημικυκλικά σκληρά πλακίδια που καλύπτουν κυρίως το σώμα των ψαριών, αλλά και μερικών ερπετών, πτηνών ή και θηλαστικών· (πρβ. φολίδα): Kαθάρισα τα λέπια και τα εντόσθια και έριξα τα ψάρια στο τηγάνι. || (οικ.) ψάρι: ~ δεν υπάρχει στην αγορά. Όλη μέρα δεν έπιασα ούτε ~, δεν ψάρεψα. 2. ως ένδειξη μεγάλης βρομιάς: Tο σώμα του έπιασε λέπια από την απλυσιά. 3. το καθένα από τα μικρά κομμάτια σκληρυμένης επιδερμίδας, που πέφτουν από το σώμα σε μερικές δερματικές παθήσεις.

[αρχ. λέπιον, υποκορ. του λέπος `ψιλή φλούδα΄, ελνστ. σημ.: `λέπι΄]

λεπίδα η [lepíδa] Ο26 : έλασμα κοφτερού οργάνου: H ~ του μαχαιριού / του ξίφους / του ξυραφιού. Ξυριστική ~, το ξυραφάκι. Ξυριστική μηχανή με μονή / διπλή ~.

[ελνστ. λεπίς, αιτ. -ίδα `λάμα΄, αρχ. σημ.: `φλούδα΄]

λεπίδι το [lepíδi] Ο44 : 1. η λεπίδα. 2. το κοφτερό όργανο, το μαχαίρι. ΦΡ έπεσε ~ ή τον (τους) πέρασε από ~, για ομαδική σφαγή και μτφ. για μαζικές κυρίως απολύσεις, εκκαθαρίσεις, αυστηρές τιμωρίες κ.ά.: Στις εξετάσεις έπεσε ~. Tους αξιωματικούς που πρόδωσαν, τους πέρασαν από ~.

[ελνστ. λεπίδι(ο)ν υποκορ. του αρχ. λεπίς (δες στο λεπίδα)]

λεπιδοβράγχια τα [lepiδovránxia] Ο40 : (ζωολ.) μεγάλη τάξη μαλακίων.

[λόγ. λεπιδ- (λεπίς δες λεπίδα) -ο- + βράγχι(ον) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

λεπιδόπτερα τα [lepiδóptera] Ο40 : (ζωολ.) μεγάλη τάξη εντόμων που τα φτερά τους είναι καλυμμένα από μικροσκοπικά λέπια· (πρβ. ψυχές, πεταλούδες).

[λόγ. < γαλλ. lépidoptères < αρχ. λεπιδ- (λεπίς δες λεπίδα) -ο- + πτερ(όν) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες