Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λάμδα
1 item total
λάμδα το [lámδa] Ο (άκλ.) : ονομασία του ενδέκατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Λ, λ): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < αρχ. λάμβδα (με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mvδ > mδ] ) < λάβδα σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. lamedt· (δες και Λ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go