Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κώλο
22 items total [1 - 10]
κωλο- [kolo] & κωλό- [koló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κωλ- [kol], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ.) με αναφορά στα οπίσθια συνήθ. του ανθρώπου κυριολεκτικά ή συνεκδοχικά: κωλάντερο, ~μέρι, κωλόχαρτο, ~τσέπη. || ~φωτιά. || (προφ., μτφ.) ~βαράω. 2. (προφ.) σε σύνθετα: α. που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~εφημερίδα, ~περιοδικό, κωλόσπιτο, ~φυλλάδα, κωλόφυλλο· κωλόπαιδο και ~παίδι. β. (σπάν.) αποδίδουν θετικό χαρακτηρισμό: ~πετσωμένος.

[μσν. κωλ(ο)- θ. του ουσ. κώλ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κωλό-πανον, κωλο-σέρνω `σέρνω κπ. με τον κώλο΄]

κωλοβαράω [kolovaráo] & Ρ10.5α : (ειρ., προφ.) τεμπελιάζω, δεν κάνω απολύτως τίποτα. || καθυστερώ κτ. που μου έχουν αναθέσει: Tο έχει και το κωλοβαράει τρεις μήνες.

[κωλο- + βαράω]

κωλογλείφτης ο [koloγlíftis] Ο10 : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, που κολακεύει τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τον εαυτό του, για να πετύχει αυτό που επιδιώκει.

[κωλο- + γλείφτης]

κωλογλείφω [koloγlífo] Ρ4α : (χυδ.) για άνθρωπο τιποτένιο, που συμπεριφέρεται όπως ο κωλογλείφτης.

[κωλο- + γλείφω]

κωλοδάχτυλο το [koloδáxtilo] Ο41 : (χυδ.) για τη συγκεκριμένη σεξουαλική χειρονομία. ΦΡ βάζω σε κπ. ~, τον ζορίζω υπερβολικά.

[κωλο- + δάχτυλο]

κωλομέρι το [koloméri] Ο44 : (χυδ.) ο γλουτός.

[κωλο- + μερ(ί) -ι· (πρβ. μσν. κωλόμερο)]

κώλον το [kólon] Ο : (λόγ.) το τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία.

[λόγ. < αρχ. κῶλον]

κωλόπαιδο το [kolópeδo] Ο41 & κωλοπαίδι το [kolopéδi] Ο44 : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρού του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από θράσος και από έλλειψη αγωγής.

[κωλο- + παιδ(ί) -ο· κωλο- + παιδ(ί) -ι]

κωλόπανο το [kolópano] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός για ρούχο ή ύφασμα κουβαριασμένο ή λερωμένο.

[μσν. κωλόπανον < κωλο- + παν(ί) -ον]

κωλοπετσωμένος -η -ο [kolopetsoménos] Ε3 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά έξυπνου και ικανού να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει.

[κωλο- + πετσωμένος μππ. του πετσώνω]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go