Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόστος το [kóstos] Ο46α : 1α. το χρηματικό ποσό που πρέπει να δαπανηθεί για την απόκτηση ενός οικονομικού αγαθού, την αποπεράτωση ενός έργου, την παροχή υπηρεσιών κτλ.: Tο ~ της κατασκευής του νέου αεροδρομίου είναι δυσβάσταχτο για την εθνική οικονομία. ~ λειτουργίας / εκμεταλλεύσεως. Kαθαρό ~. Tο ~ της ζωής ανεβαίνει συνέχεια, των απαραίτητων ειδών και υπηρεσιών για τη διαβίωσή μας. β. (μτφ.) ό,τι πρέπει να καταβάλει κάποιος ως τίμημα μιας συγκεκριμένης επιλογής: Tα σκληρά οικονομικά μέτρα έχουν πολιτικό ~. Πληρώνει το ~ της απερισκεψίας της. 2. η αξία ενός εμπορεύματος πριν επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος: ~ παραγωγής. Γίνεται προσπάθεια για μείωση του κόστους. Πουλά στο ~ / σε τιμή κόστους.
[ιταλ. cost(o) -ος κατά το κέρδος]



