Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόπανος ο [kópanos] Ο20 : 1. κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. ΦΡ το γουδί*, το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι. τα μυαλά* σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο τελείως κουτό και ανόητο: Tι είπες, βρε κόπανε;
[ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό `γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.]



