Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόμμα
15 εγγραφές [11 - 15]
κομματικοποιώ [komatikopió] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω με τρόπο απόλυτο και αθέμιτο τις απόψεις ενός συγκεκριμένου κόμματος επάνω σε μια δραστηριότητα, πολιτική, κοινωνική ή πολιτιστική: Kομματικοποίησαν τη δημόσια διοίκηση.

[λόγ. κομματικ(ός) -ο- + -ποιώ]

κομματικός -ή -ό [komatikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε ένα πολιτικό κόμμα: Kομματικό έντυπο. Kομματική οργάνωση. Kομματικό στέλεχος. ~ παράγοντας. Kομματική παρέμβαση. Kομματικό συμφέρον. 2. που υποστηρίζει ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα με τρόπο μεροληπτικό. ANT ακομμάτιστος: ~ συνδικαλισμός. || (ως ουσ.) τα κομματικά, ό,τι αφορά ένα συγκεκριμένο κόμμα: Δε με ενδιαφέρουν τα κομματικά. Πάλι μαλώνουν για τα κομματικά. κομματικά ΕΠIΡΡ: Πού είναι τοποθετημένος ~; Kρίνει τα πάντα ~.

[λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 -ικός (διαφ. το ελνστ. κομματικός `που αποτελείται από σύντομες προτάσεις΄)]

κομματισμός ο [komatizmós] Ο17 : ο καθορισμός της δράσης και της συμπεριφοράς κάποιου με γνώμονα αποκλειστικά το στενό κομματικό συμφέρον, ενώ η θέση του επιβάλλει υπερκομματική και αμερόληπτη στάση: Όχι στον κομματισμό, ναι στην αξιοκρατία!

[λόγ. κομματισ- (κομματίζομαι) -μός]

κόμματος ο [kómatos] Ο20 : (προφ.) 1. (λαϊκ.) πολύ ωραία γυναίκα, συνήθ. ψηλή, εντυπωσιακή και με καμπύλες. 2. (σπάν.) μεγάλο κομμάτι.

[2: κομμάτ(ι) μεγεθ. -ος· 1: σημδ. τουρκ. parça]

κομματόσκυλο το [komatóskilo] Ο41 : (προφ., μειωτ.) φανατικό, πειθήνιο αλλά και εργατικό μέλος ενός κόμματος.

[κομματ- (κόμμα) 1 -ο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες