Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλπο
4 εγγραφές [1 - 4]
κόλπο το [kólpo] Ο39 : I1α. έξυπνος και συνήθ. παραπλανητικός τρόπος για να πετύχουμε κτ., που δε θα το καταφέρναμε με συνηθισμένα, με κλασικά μέσα· τέχνασμα, πονηριά: Δεν πιάνει αυτό το ~! Πρέπει να μάθεις τα κόλπα του επαγγέλματος. Mου πήρε τα λεφτά με ~. Mε ένα έξυπνο ~ έπιασε τον κλέφτη. || Γυναικεία / διαφημιστικά κόλπα. Άσε τα κόλπα! β. επιδέξια ενέργεια, που προκαλεί θαυμασμό, γέλιο κτλ.: Ένα έξυπνο ~ για να ανοίγετε τα μπουκάλια είναι… Mε διασκέδασε με τα κόλπα του. 2. οργανωμένη επιχείρηση που αποβλέπει σε εξαπάτηση: Ήταν κι αυτός μέσα στο ~; Mαζί σκάρωσαν το ~ με τα πλαστά χαρτονομίσματα. II. σε ορισμένα χαρτοπαικτικά παιχνίδια, η παρτίδα. κολπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[μσν. κόλπο αντδ. < ιταλ. colpo (δες στο κόλπος 2)]

κολπο- [kolpo] & κολπό- [kolpó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κολπ- [kolp], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο γυναικείο κόλπο: κολπεκτομή, ~διαστολέας, ~κήλη, κολπόσπασμος.

[λόγ. < γαλλ. colp(o)- θ. του αρχ. ουσ. κόλπο(ς) `αγκαλιά, αιδοίο΄ ως α' συνθ.: κολπ-εκτο μή < colpectomie]

κόλπος 1 ο [kólpos] Ο18 : I. φυσική πλατιά εσοχή της ξηράς, μέσα στην οποία εισχωρεί η θάλασσα: Θερμαϊκός / Σαρωνικός ~. Ο ~ της Σούδας. II. (ανατ.) ονομασία διάφορων κοιλοτήτων σε όργανα του σώματος: ~ της καρδιάς / της αορτής. || κοιλότητα μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου. IIIα. (λόγ.) η αγκαλιά. β. (μτφ., πληθ.) συγκεκριμένο περιβάλλον ως κλειστό οργανωμένο σύνολο: Προκλήθηκε αναταραχή στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επανήλθε στους κόλπους της εκκλησίας. κολπίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ.: I, III: αρχ. κόλπος· ΙΙ: ελνστ. σημ.· λόγ. κόλπ(ος) -ίσκος]

κόλπος 2 ο : (λαϊκότρ.) η αποπληξία. (έκφρ.) μου έρχεται ~, μένω οδυνηρά κατάπληκτος από απροσδόκητο δυσάρεστο γεγονός: Mόλις άκουσε τα μαντάτα του ήρθε ~· ΣYN έκφρ. μου έρχεται ταμπλάς.

[αντδ. < ιταλ. colpo (δες & κόλπο) < υστλατ. colpus < colophus < λατ. colaphus < αρχ. κόλαφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες