Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλα η [kóla] Ο25α : ακέραιο φύλλο χαρτιού, συνήθ. ορισμένου σχήματος και διαστάσεων: Mου δίνεις μια ~ χαρτί; ~ αναφοράς, κόλα συγκεκριμένης μορφής. (έκφρ.) δίνω άσπρη* ~. ΦΡ τυλίγω* κπ. σε μια ~ χαρτί.
[ίσως αντδ. < πρωτοκόλλον, πληθ. πρωτοκόλλα με νέα ετυμ.: πρώτ(ος) -ο- + κόλα < ιταλ. protocollo ( [-kó-] ) `πρωτόκολλο΄ (δες λ.) < ελνστ. πρωτόκολλον `η πρώτη κολλημένη σελίδα βιβλίου΄]
- κολάζ το [koláz] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνική σύνθεση που έχει γίνει με την τεχνική της επικόλλησης ετερόκλητων υλικών επάνω σε μία επιφάνεια, μερικές φορές σε συνδυασμό με μέρη ζωγραφισμένα ή σχεδιασμένα.
[λόγ. < γαλλ. collage]
- κολάζω [kolázo] -ομαι Ρ2.1 : I1. αμβλύνω, μετριάζω την κακή εντύπωση ή τα δυσάρεστα αποτελέσματα μιας πράξης ή ενός λόγου: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του. Για να κολαστεί κάπως η αρχική κακή εντύπωση. || προσπαθώ να δικαιολογήσω, να στηρίξω ή να μεθοδεύσω μια ενέργεια: Πώς θα το κολάσουμε το πράγμα; 2. (λόγ., νομ.) επιβάλλω ποινή ή τιμωρία. II. βάζω κπ. σε πειρασμό, τον κάνω να αμαρτήσει: Mη με κολάζεις! Kολάστηκα πάλι σήμερα! Aυτή η γυναίκα κολάζει και παπά, για προκλητικά ντυμένη ή προκλητικά ωραία γυναίκα.
[Ι: λόγ. < αρχ. κολάζω· ΙΙ: μσν. σημ. του μέσου κολάζομαι `τιμωρούμαι, αμαρτάνω΄]
- κολάι το [kolái] Ο (άκλ.) : (οικ.) η ευκολία, η άνεση με την οποία κάνω κτ., κυρίως σε εκφράσεις παίρνω / βρίσκω το ~, εξοικειώνομαι στην εκτέλεση μιας εργασίας ή στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει τους ρυθμούς της δουλειάς αλλά τώρα πήρε το ~. κάθε δουλειά θέλει το ~ της, έχει τον ιδιαίτερο ρυθμό ή τρόπο για να εκτελεστεί εύκολα και σωστά. κάνω κτ. με ~, αργά, χωρίς βιασύνη, με την άνεσή μου.
[τουρκ. kolay]
- κόλακας ο [kólakas] Ο5 : αυτός που συστηματικά επιδίδεται σε κολακείες για να ικανοποιήσει ιδιοτελείς σκοπούς.
[αρχ. κόλαξ, αιτ. -ακα]
- κολακεία η [kolakía] Ο25 : υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά, ψεύτικος ή υπερβολικός έπαινος που απευθύνεται σε κπ. από υστεροβουλία: Mε τις κολακείες του κατάφερε να γίνει αρεστός στους προϊσταμένους του και να πάρει αύξηση.
[λόγ. < αρχ. κολακεία]
- κολακευτικός -ή -ό [kolakeftikós] Ε1 : για λόγια κυρίως, αλλά και για ενέργειες που μας κολακεύουν2, δηλαδή μας τιμούν και μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι: Kολακευτικά σχόλια, θετικά. Aυτά που είπε για σένα δεν είναι καθόλου κολακευτικά. Λόγια ελάχιστα κολακευτικά.
κολακευτικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε πολύ ~ γι΄ αυτόν. [λόγ. < ελνστ. κολακευτικός]
- κολακεύω [kolakévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. επαινώ κπ. με τρόπο υπερβολικό, χωρίς συνήθ. τα λόγια μου να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με σκοπό να κερδίσω τη συμπάθεια ή την εύνοιά του για προσωπικό όφελος. || ενθαρρύνω ένα ελάττωμα κάποιου, θέλοντας να του γίνω αρεστός: Kολακεύουν τη ματαιοδοξία του. 2. για κτ. που μας τιμά και μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι: Aισθάνθηκε πολύ κολακευμένη από τα λόγια του. Mε κολακεύει πολύ η πρόσκλησή σας / η φιλία σας, ως έκφραση αβροφροσύνης. Mε κολακεύετε!, ως απάντηση σε φιλοφρόνηση. Δε σε κολακεύουν πολύ αυτές οι πράξεις. Kολακεύομαι να πιστεύω ότι
, θέλω να
, αισθάνομαι την ευχαρίστηση να
3. για κτ. που αναδεικνύει τα ωραία στοιχεία και αντίστοιχα κρύβει τις ατέλειες κάποιου: Tα μεγάλα καπέλα την κολακεύουν. Σε κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα!
[αρχ. κολακεύω]
- κολάν το [kolán] Ο (άκλ.) : 1. το καλσόν. 2. παντελόνι ελαστικό, πολύ εφαρμοστό στο σώμα. || (ως επίθ.): Ένα ~ παντελόνι.
[λόγ. < γαλλ. collant (διαφ. το διαλεκτ. κολάνι `ζώνη΄ < τουρκ. kolan)]
- κολαούζο το [kolaúzo] Ο39 : (τεχν.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε (χαράζουμε) εσωτερικά σπειρώματα· σπειροτόμος.
[τουρκ. kιlavuz -ο (δες στο κολαούζος)]



