Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκλοφορικός -ή -ό [kikloforikós] & κυκλοφοριακός 2 -ή -ό [kikloforia kós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία του αίματος ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφορικό σύστημα. Kυκλοφορικές διαταραχές.
[λόγ. < ελνστ. κυκλοφορικός `που κινείται σε κύκλο΄ σημδ. γαλλ. circulatoire· λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός]



